Βασίλης Πυργιώτης

Εμπειρογνώμων σε ευρωπαϊκά και διεθνή θέματα ελαιοκομικού τομέα

Ελαιοκομικός τομέας και Νέα ΚΑΠ

Μετά απο μια μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων για τον προϋπολογισμό του Πολυτετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 (ΠΔΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης της περιόδου 2021-2027 μεταξύ των συννομοθετών (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο και Επιτροπή), το Δεκέμβριο του 2020 εγκρίθηκε ένας συνολικός προϋπολογισμό της τάξης του 1.074,3 δις ευρώ (σε σταθερές τιμές 2018) βάσει και του σχετικού Κανονισμού (ΕΕ) 2093/2020. 

Οι πόροι που αναλογούν στην χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, γνωστής και ως ΚΑΠ, εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων του Τομέα «Φυσικοί πόροι και περιβάλλον», ανερχόμενοι στο ύψος των 336.444 εκατ.ευρώ, εκ των οποίων 258.593 εκατ. ευρώ αφορούν σε δαπάνες άμεσων ενισχύσεων και μέτρων αγοράς (1ος Πυλώνας της ΚΑΠ) και 77.850 εκατ. ευρώ αφορούν σε δαπάνες για την αγροτική ανάπτυξη (2ος Πυλώνας της ΚΑΠ). Σε τρέχουσες τιμές, η χρηματοδότηση των δυο πυλώνων ανέρχεται σε 378.530 εκατ. ευρώ ενισχυόμενη και από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Για την Ελλάδα, η συνολική χρηματόδοτηση ανέχεται σε 19.357,7 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027. 

Σε συνέχεια έγκρισης του ΠΔΠ τα κράτη μέλη, κλήθηκαν να προσδιορίσουν στα Εθνικά Στρατηγικά τους Σχέδια, τις παρεμβάσεις στις οποίες θα προχωρήσουν προς απορρόφηση του εθνικού τους προϋπολογισμού για την παράλληλη επίτευξη των γενικών στόχων της ΚΑΠ, ήτοι :

  • την εξασφάλιση δίκαιου εισοδήματος για τους γεωργούς
  • την αύξηση της ανταγωνιστικότητας
  • τη βελτίωση της θέσης των γεωργών στην τροφική αλυσίδα
  • τη δράση για την κλιματική αλλαγή
  • την προστασία του περιβάλλοντος
  • τη διατήρηση των τοπίων και της βιοποικιλότητας
  • την ενθάρρυνση της ανανέωσης των γενεών
  • την τόνωση των αγροτικών περιοχών
  • την προστασία της υγείας και της ποιότητας των τροφίμων
  • την ενίσχυση των γνώσεων και της καινοτομίας

Το ελληνικό Στρατηγικό Σχέδιο για τη νέα ΚΑΠ, υποβλήθηκε για επίσημη διαπραγμάτευση και έγκριση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τέλη Δεκεμβρίου του 2021, μεταξύ των πρώτων μάλιστα ανάμεσα στα Κράτη – Μέλη. Περιελάμβανε τη στρατηγική δήλωση, τη SWOT ανάλυση και την εκτίμηση των αναγκών, τη στρατηγική παρέμβασης και το πλάνο δεικτών, τη συνοχή και τη συμπληρωματικότητα της στρατηγικής, τα κοινά στοιχεία των παρεμβάσεων, τις παρεμβάσεις, τον χρηματοδοτικό πίνακα, το σύστημα διακυβέρνησης και συντονισμού, το AKIS και το σχεδιασμό για την ψηφιοποίηση της ελληνικής Γεωργίας, καθώς και τα απαραίτητα, από τον κανονισμό, παραρτήματα. 

Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφού εξέτασαν το ελληνικό Στρατηγικό Σχέδιο, απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους προκειμένου να ξεκινήσει ένας κύκλος διαβουλεύσεων για την τελική του έγκριση. 

Η διαδικασία αυτή συνέπεσε χρονικά και με τον πόλεμο στην Ουκρανία οπότε αναζητήθηκαν άμεσες, αποτελεσματικές και βιώσιμες λύσεις, σε θέματα όπως η ενεργειακή αυτονομία, η εντατικότερη αξιοποίηση των ΑΠ, η μείωση του κόστους εισροών με ενθάρρυνση επενδύσεων σε νέες και ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η γεωργία ακριβείας, η προώθηση του συνεργατισμού και της συλλογικής οργάνωσης των παραγωγών για την ισχυροποίηση της θέσης τους στην αλυσίδα αξίας, η διεύρυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων και των εργαλείων διαχείρισης κινδύνου για την προστασία του εισοδήματος των παραγωγών, σε σχέση με απρόβλεπτες εξωγενείς κρίσεις, οικονομικές, κλιματικές επιδημιολογικές, επισιτιστικές και άλλα.  

Στη βάση των ανωτέρω δεδομένων, η Ελλάδα απέστειλε απαντητική επιστολή τον Μάιο του 2022, προχωρώντας ταυτόχρονα σε σειρά διμερών συναντήσεων σε τεχνικό επίπεδο για την αποσαφήνιση επιμέρους θεμάτων. Μετά την ολοκλήρωση και αυτού του κύκλου, η  Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έδωσε πρόσφατα (17 Οκτωβρίου 2022) το πράσινο φώς για την εκκίνηση της τυπικής διαδικασίας έγκρισης του Ελληνικού Στρατηγικού Σχεδίου.  

Σε ό,τι έχει να κάνει με τον ελαιοκομικό τομέα, προβλέπεται ότι η  Ελλάδα (καθώς και η Γαλλία και η Ιταλία) θα εξακολουθήσει να λαμβάνει στήριξη στο πλαίσιο του 1ου πυλώνα και πιο συγκεκριμένα μέσω των προγραμμάτων στήριξης του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών (γνωστών και ως προγραμμάτων Οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων – ΟΕΦ). Τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν μια σειρά τομεακών παρεμβάσεων, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

  • προγραμματισμός και οργάνωση της παραγωγής, προσαρμογή της παραγωγής στη ζήτηση, βελτίωση του κόστους παραγωγής και της απόδοσης των επενδύσεων, 
  • συγκέντρωση της προσφοράς και διάθεση στην αγορά των σχετικών προϊόντων
  • βελτίωση της μεσοπρόσθεσμης και μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας, ιδίως μέσω του εκσυγχρονισμού
  • έρευνα και ανάπτυξη βιώσιμων μεθόδων παραγωγής
  • προώθηση, ανάπτυξη και υλοποίηση μεθόδων και τεχνικών παραγωγής που σέβονται το περιβάλλον, μείωση των αποβλήτων και διαχείρισης υποπροϊόντων, προστασία της βιοποικιλότητας και της βιώσιμης χρήσης των φυσικών πόρων
  • συμβολή στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογή σε αυτήν
  • ενίσχυση της εμπορικής αξίας και ποιότητα των προϊόντων
  • προώθηση και εμπορία των προϊόντων

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα προγράμματα στήριξης του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών της προηγούμενης ΚΑΠ (2014-2020) είναι αρκετές και σημαντικές, με βασικότερες τις παρακάτω: 

  • ευθυγράμμιση των παρεμβάσεων με την λογική των επιχειρησιακών προγραμμάτων/ταμείων του τομέα των οπωροκηπευτικών, με ενδεχόμενο ρίσκο την μη «εύρεση» ικανού αριθμού και μεγέθους ΟΠ/ΕΟΠ για να απορροφήσουν τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό
  • διεύρυνση των επιδιωκόμενων στόχων, αλλά και των ειδών παρέμβασης που μπορούν να υλοποιηθούν ώστε να συντονίζονται με τους γενικούς στόχους της ΚΑΠ
  • αποκλεισμός των διεπαγγελματικών οργανώσεων απο τη δυνατότητα υλοποίησης παρεμβάσεων (οι οποίες πλέον δύναται να λάβουν στήριξη στο πλαίσιο του 2ου Πυλώνα)

Τούτων λεχθέντων, ευελπιστούμε ότι οι εμπλεκόμενοι με τα επιχειρησιακά προγράμματα ΟΕΦ, τόσο από πλευράς Διοίκησης και ελεγκτικών μηχανισμών (ΥπΑΑΤ, ΟΠΕΚΕΠΕ, ΔΑΟΚ), όσο και απο πλευράς εν δυνάμει δικαιούχων (Οργανώσεις και Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών), αλλά και σύμβουλων τεχνικής υλοποίησης και διαχείρισης των προγραμμάτων, θα έχουν ικανοποιητικό χρόνο μπροστά τους να νομοθετήσουν, να ενημερωθούν, να οργανωθούν και να συντάξουν πλήρη προγράμματα, αξιοποιώντας  την αποκτηθείσα εμπειρία όλων αυτών των ετών που τα προγράμματα αυτά υλοποιούνται στην Ελλάδα, προς όφελος των παραγωγών και του ελληνικού ελαιοκομικού τομέα.