Πολυδεύκης Χατζόπουλος,

Καθηγητής Μοριακής Βιολογίας, ΓΠΑ

Γύρω στα 180 χλμ από την Αθήνα και με κατεύθυνση προς τη Θεσσαλονίκη, το μάτι χάνεται σε ένα χρυσοπράσινο χρώμα των φύλλων, επειδή όμως θες να φτάσεις γρήγορα στον προορισμό σου δεν δίνεις ιδιαίτερη σημασία ότι για περίπου άλλα 30 χλμ το χρώμα αυτό του δάσους παραμένει. Το ίδιο συμβαίνει σε πάρα πολλά μέρη της Πελοποννήσου, της Κρήτης αλλά σε αρκετές άλλες περιοχές. Πραγματικά δάση, πραγματικός πλούτος από ένα δένδρο, μονοκαλλιέργεια, που κατοικεί στην Ελλάδα εδώ και τουλάχιστον 5.000 χρόνια. Και, δεν κατοικεί έτσι απλά αλλά μας παρέχει απλόχερα τον πλούτο της που δεν είναι μόνο η ελιά και το λάδι αλλά το ίδιο το δένδρο, που μπορεί να ευδοκιμήσει στις αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες λειψυδρίας, βραχώδους εδάφους, υψηλής αλλά και χαμηλής θερμοκρασίας. Αν διερωτάστε πως τα κατάφερε, απλά εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε στις ιδιαιτερότητες του ανάγλυφου και του περιβάλλοντος της χώρας μας και ολόκληρης της λεκάνης της Μεσογείου. Έτσι η ελιά (στην επιστημονική της ονομασία Olea europaea) διαφοροποιήθηκε μέσα στις χιλιετίες, άλλαξε το DNA της, όπως λέμε στην καθομιλουμένη συσσωρεύτηκαν μεταλλάξεις, ναι, καλά διαβάσατε, μεταλλάξεις – καλές μεταλλάξεις – καθιερώθηκαν οι αλλαγές αυτές και έτσι προέκυψαν διάφορες ποικιλίες ελιάς που είναι προσαρμοσμένες στο περιβάλλον που ζουν. Αν ρωτάτε πόσες ποικιλίες υπάρχουν, απάντηση δεν θα πάρετε, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα κακό. Τουναντίον πολύ καλό γιατί η δεξαμενή των πληροφοριών, των γονιδίων μπορεί να είναι τεράστια, με τεράστιες δυνατότητες στην ίδια την παραγωγή ελιάς και ελαιόλαδου.  

Καλά, τώρα θα μου πείτε, είναι δυνατόν να μη ξέρουμε πόσες ελληνικές ποικιλίες έχουμε με όλα αυτά τα μοριακά εργαλεία – τους λεγόμενους μοριακούς δείκτες – ανάλυσης στο επίπεδο του DNA. Ας το αναλύσουμε λίγο. Κάθε δένδρο ελιάς που ζει τόσα χρόνια -μερικά είναι ζωντανά πάνω από χίλια χρόνια – μπορεί να αλλάξει το γενετικό του υλικό, το DNA, σε τέτοιο βαθμό που να αποτελέσει μια νέα ποικιλία ή όπως ονομάζεται με άλλα λόγια, ένα νέο κλώνο. Αυτός ο νέος κλώνος ή όλες οι ποικιλίες που υπάρχουν σήμερα, έχουν διαφορετικά ορατά χαρακτηριστικά, μέγεθος καρπού, υψόμετρο καλλιέργειας, ανθεκτικότητα σε ξηρασία ή αλατότητα, ανεκτικότητα σε εχθρούς και παραγωγικότητα. Όμως έχουν και άλλα χαρακτηριστικά τα οποία δεν φαίνονται όμως αποτελούν ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που μπορεί να οδηγήσουν σε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και τα οποία μας έχουν οδηγήσει στην πρώτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή και εξαγωγή αυτού του πολύτιμου προϊόντος. 

Αν σκάψουμε λίγο πιο βαθιά, μέσα στην ίδια τη σύνθεση του ελαιόλαδου ή της ελιάς θα βρούμε και άλλα συστατικά πέρα από το ελαϊκό οξύ ή τη βέλτιστη ποσοστιαία αναλογία των λιπαρών οξέων του υπάρχει στην ελιά και είναι συνυφασμένη με την υγεία του ανθρώπου. Συστατικά που βρίσκονται σε μικρές ποσότητες – εμείς τα ονομάζουμε προϊόντα του δευτερογενούς μεταβολισμού – βιοδραστικά, εν γένει, μόρια όπως ολεοκανθάλη, ολεασίνη, ελευρωπαΐνη (μερικά σεκοϊριδοειδή), τυροσόλη κ.α., που το δένδρο τα χρειάζεται για να αντιμετωπίσει διάφορους εχθρούς. Έλα όμως που τα περισσότερα από αυτά αποτελούν συστατικά για την καλή υγεία ακόμη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών του ανθρώπου, και όπως αναφέρθηκε κάθε ποικιλία ή δυνητικά κάθε δένδρο μπορεί να παράξει διαφορετικές ποσότητες από αυτές τις πολύτιμες ουσίες. Η έρευνα στο συγκεκριμένο αυτό θέμα ή σε θέματα που άπτονται στα διαφορετικά χαρακτηριστικά ή στην καλύτερη ποιοτική και ποσοτική απόδοση είναι σημαντικά σημεία που θα πρέπει η χώρα μας να επενδύσει μακροχρόνια καθώς η καλλιέργεια της ελιάς έχει ξεφύγει από τα στενά όρια της Μεσογείου και έχει ταξιδέψει σε άλλες ηπείρους με άμεσο ανταγωνισμό.  

Όμως δεν θα πρέπει να πάρουν τα μυαλά μας αέρα. Το ελαιόλαδο, η ελιά είναι τρόφιμο δεν είναι φάρμακο που πολλοί προσπαθούν να το προωθήσουν. Υπάρχουν πάρα πολλά τρόφιμα με ευεργετικές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία, αλλά δεν ταξινομούνται ούτε και αποτελούν φάρμακα. Η τιμή του προϊόντος να μη βασιστεί μόνο στις φαρμακευτικές ιδιότητες, να βασιστεί κυρίως στην ποιότητα και τη γεύση. Ας παραδειγματιστούμε από το κρασί μας και ας αξιοποιήσουμε τις γνώσεις αυτές για τη προώθηση του ελαιόλαδου, γιατί ενώ παράγουμε 200.000 τόνους κρασί και η χώρα μας είναι 17η, στο ελαιόλαδο είμαστε στη 3η θέση και παράγουμε 430.000 τόνους ένα προϊόν που θα πρέπει να είμαστε περήφανοι, αλλά να συνεχίσουμε σε αυτό το μοτίβο, γιατί είναι γνωστό ότι παράγουμε το καλύτερο ελαιόλαδο. Η καλή προώθηση με σταθερά βήματα που δεν χρειάζεται να τα ανακαλύψουμε, αλλά να τα δανειστούμε από άλλους, καλύτερους σε αυτό το θέμα, σε συνδυασμό με μακροχρόνιες ερευνητικές δράσεις, θα συνεχίσει η ελιά και κάτω από αυτές τις ραγδαίες περιβαλλοντικές εξελίξεις, να δίνει το πολύτιμο προϊόν της.