Παναγιώτης Παπανικολόπουλος, Πιστοποιημένος γευσιγνώστης ελαιολάδου – Συνιδρυτής Oliverse
Κωνσταντίνος Τσορώνης, Ελαιολόγος- Συνιδρυτής Οliverse
Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο αποτελεί αναμφισβήτητα το κορυφαίο εθνικό μας αγροδιατροφικό προϊόν. Παρόλα αυτά, η κουλτούρα της γαστρονομικής ανάδειξής του έχει κάνει μόλις τα πρώτα της βήματα.
Στον αντίποδα, το ελληνικό κρασί έχει ήδη διαγράψει μια επιτυχημένη διαδρομή, που χάραξαν πρωτοπόροι Έλληνες οινοποιοί. Το ελληνικό κρασί είναι σε ανοδική πορεία, “κατακτά” νέες αγορές και η ποιότητα των ελληνικών κρασιών χρόνο με τον χρόνο βελτιώνεται. Επίσης σχεδιάζονται από τους παραγωγούς και υλοποιούνται στοχευμένες δράσεις και δυναμικές ενέργειες για την προβολή και προώθηση. Υπάρχουν ελληνικές ποικιλίες που έχουν καθιερωθεί, έχουν αναπτύξει μια τεράστια δυναμική στην οινική αγορά και «δίνουν πάσα» στις επόμενες ανερχόμενες ποικιλίες. Υπάρχουν αμπελουργικές ζώνες με επισκέψιμα οινοποιεία. Οι ιδιοκτήτες των περισσότερων οινοποιείων έχουν υψηλή εκπαίδευση στο αντικείμενο και συνεργάζονται με εξειδικευμένους σύμβουλους.
Πεποίθηση μας είναι ότι ο ελληνικός “υγρός χρυσός” θα κατακτήσει τη θέση που του αρμόζει, μόνο αν βαδίσει στα χνάρια του κρασιού, όπου ένα σημαντικό ρόλο στην πορεία των οινικών προϊόντων, έπαιξε και η ανάδειξη τους μέσα από την εστίαση. Σήμερα, δεν “βλέπουμε” παράδοξο να ταιριάζουμε την μπριζόλα ή το ψητό ψάρι μας με κρασιά διαφορετικών ποικιλιών. Η πλειοψηφία των καταναλωτών επίσης γνωρίζει ποια φαγητά να συνοδεύσουν με μια μαλαγουζιά, ένα ασύρτικο ή ένα φιλέρι.
Η εστίαση είναι ο φυσικός χώρος ανάδειξης των γαστρονομικών προϊόντων και πιστεύουμε ακράδαντα ότι το επόμενο μεγάλο βήμα για το ελληνικό ελαιόλαδο είναι να μπει στα κορυφαία εστιατόρια της χώρας μέσω λιστών ελαιολάδου (olive oil lists), ανάλογες με τις λίστες κρασιού (wine lists). Το EVOO & food pairing, το «πάντρεμα» δηλαδή διαφορετικών ελαιολάδων με συγκεκριμένα πιάτα, αρχίζει δειλά να διαδίδεται, δίνοντας ταυτότητα στις διαφορετικές (διάσημες αλλά και λιγότερο γνωστές) ελληνικές ποικιλίες ελαιολάδου.
Είναι ευτυχές το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερα εστιατόρια δημιουργούν λίστες ελαιολάδου, που προτείνουν στο μενού τους. Όταν στα εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας, οι πελάτες βιώσουν την ίδια αντιμετώπιση μιας φιάλης ενός ποιοτικού εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου από έναν «ελαιοχόο» με αυτή ενός εξίσου ποιοτικού κρασιού από έναν οινοχόο, θα αντιληφθούν το δέοντα σεβασμό που οφείλουμε στους κόπους των ελαιοπαραγωγών.
Η ενσωμάτωση επίσης στους καταλόγους κάθε πληροφορίας σχετικής με τα προσφερόμενα ελαιόλαδα (ποικιλία, περιοχή ελαιώνα, αρωματικό προφίλ κλπ.) θα εκπαιδεύσει αβίαστα το κοινό με την απαιτουμένη γνώση. Θα ήταν ευχής έργο αν ο πελάτης με τον ίδιο τρόπο που αφιερώνει χρόνο για να επιλέξει ένα κρασί που θα συνοδεύσει το γεύμα του, αφιέρωνε αντίστοιχο χρόνο και για την επιλογή του (ή των) εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων. Ονειρευόμαστε τη μέρα που ο πελάτης θα αναζητεί και θα επιλέγει μια “Κορωνέικη”, ένα “Μανάκι” ή μια “Κολοβή” για να συνοδεύσει αρμονικά την αγαπημένη του σαλάτα, τη σούπα ή τα θαλασσινά.
Η παρουσία ποιοτικού ελαιολάδου στο εστιατόριο είναι ο καλύτερος τρόπος για να εδραιώσουμε στην αντίληψη των καταναλωτών την υψηλή αξία του Ελληνικού εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου. Όπως και το κρασί ανέβηκε στη συνείδηση του κόσμου μέσα από το εστιατόριο, το ίδιο πρέπει να γίνει και με το ελαιόλαδο.