Γεώργιος Καρακατσάνης

Οικονομολόγος Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος

EVOTROPIA Ecological Finance Architectures (g.karakatsanis@evotropia.com; www.evotropia.com)

 

  1. Tι είναι η Βιομηχανική Συμβίωση

Το περιβαλλοντικό ζήτημα του πλανήτη έχει την βάση του στην Γραμμική Οικονομία. Αυτή συνίσταται στην διαδικασία Εξόρυξη Φυσικών πόρων-Μετασχηματισμός σε Αγαθά-Απορρίμματα στο Περιβάλλον. Αυτή η πρακτική ωστόσο οδηγεί βαθμιαία στην εξάντληση των μη ανανεώσιμων πόρων και στην ρύπανση των οικοσυστημάτων. Η ευκαιρία που ανατέλλει είναι η μετάβαση από την Γραμμική στην Κυκλική οικονομία. Στην καρδιά της Κυκλικής Οικονομίας βρίσκεται η Βιομηχανική Συμβίωση. Σύμφωνα με τις αρχές της Βιομηχανικής Συμβίωσης, τα απόβλητα μιας βιομηχανίας είναι χρήσιμα αγαθά για κάποια άλλη. Έτσι οι βιομηχανίες ανταλλάσσουν τα απόβλητά τους ωσάν να ήταν κανονικά εμπορεύματα, μειώνοντας τα κόστη διαχείρισης και παράγοντας σημαντική προστιθέμενη αξία. Παρακάτω, θα δούμε τα κρίσιμα στοιχεία του ανασχεδιασμού της εφοδιαστικής αλυσίδας του ελληνικού ελαιολάδου ώστε αυτή να γίνει πλήρως κυκλική.

  1. Η Ελλάδα στην διεθνή παραγωγή ελαιολάδου

Σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT (2022), η Ελλάδα είναι η τέταρτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα ελαιολάδου, προμηθεύοντας το 8% (275.000 τόνους) της διεθνούς αγοράς (3,1 εκ. τόνους) συνολικής αξίας ~10 δισ. ευρώ -πάνω από χώρες όπως η Τουρκία και η Ιταλία. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ισπανία, προμηθεύοντας το 35% (1,42 εκ. τόνους) της διεθνούς αγοράς. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική παραγωγή του 2022/23 εκτιμάται πως θα αυξηθεί στους 300-330.000 τόνους –δηλαδή μεταξύ 9-20%. Το 31% της ελληνικής παραγωγής (86.000 τόνοι) εξάγεται σε άλλες χώρες. Ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας είναι η Ιταλία, εισάγοντας το 70% του ελληνικού ελαιολάδου (61.000 τόνους).

Εικόνα 1: Αξία και μερίδια αγοράς ελαιολάδου στην ΕΕ (αριστερά) και γεωγραφική κατανομή παραγωγής στην ΕΕ ως Μέσος Όρος 5ετίας. Η Νότια Ευρώπη ελέγχει το ~65% της διεθνούς παραγόμενης ποσότητας ελαιολάδου (Πηγή: EVOTROPIA Ecological Finance Architectures; www.evotropia.com).

Το ελαιόλαδο -όπως και η πλειονότητα των φυσικών πόρων- είναι ποιοτικά ανομοιογενής. Το βασικό κριτήριο ποιότητας του ελαιολάδου είναι ο βαθμός οξύτητας με τα δύο μεγέθη να συνδέονται αντιστρόφως ανάλογα (όσο μικρότερος ο βαθμός οξύτητας, τόσο πιο ποιοτικό είναι το ελαιόλαδο). Έτσι, παρόλο που στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί πάνω από 120 διαφορετικές ποικιλίες ελιάς, η βασική διάκριση στην ΕΕ είναι μεταξύ των ποιοτικών κατηγοριών (α) Εξαιρετικού (Extra) Παρθένου, (β) Παρθένου και (γ) Μειονεκτικού (Lampante), το οποίο δεν είναι άμεσα βρώσιμο/πόσιμο και χρειάζεται περισσότερη επεξεργασία (άρα και υψηλότερο κόστος) για να καταστεί τέτοιο. Ωστόσο, χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικές ζωοτροφές, σε κονσερβοποιημένες τροφές ή παραγωγή βιο-καυσίμου σε δεύτερο στάδιο επεξεργασίας μετά την εξόρυξη πολυφαινολών.

Το ελληνικό ελαιόλαδο ανήκει κατά 80% στην κατηγορία του Εξαιρετικού (Extra) Παρθένου. Αντίθετα, στην Ισπανία -και μετά από ένα τεράστιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα αναβάθμισης ποιότητας- εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο παράγεται μόνον κατά 35%, ενώ στην Ιταλία κατά 60%. Παρά το φυσικό πλεονέκτημα της Ελλάδας παρατηρείται μια σημαντική διαφοροποίηση στην τιμή του ελαιολάδου εντός της ΕΕ, η οποία οφείλεται στις υποδομές μεταποίησης και προώθησης (processing and marketing). Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έχοντας μια αρκετά κατακερματισμένη παραγωγή από ελαιουργεία χαμηλής τεχνολογίας -παρόλο που σε επίπεδο φυσικού πόρου υπερισχύει όλων των υπολοίπων χωρών. Έτσι, η Ιταλία ακόμη κι αν σε επίπεδο παραγωγής βρίσκεται κάτω από την Ελλάδα και την Ισπανία, επιτυγχάνει υψηλότερες τιμές με περιθώριο 700-1.000 ευρώ στην κατηγορία του Εξαιρετικού Παρθένου Ελαιολάδου.

Country Spain Italy Greece
(28/11/2022) Price (EUR/ton) Annual Change % Price (EUR/ton) Annual Change % Price (EUR/ton) Annual Change %
Oil Type
Extra Virgin (0.8) 4.466 +39% 5.318 +23% 3.976 +22%
Virgin (2.0) 4.267 +43% 3.638 +31% 3.167 +27%
Lampante (>2.0) 4.144 +45% 3.258 +40% 2.533 +27%

Πίνακας 1: Πλέον πρόσφατες ευρωπαϊκές τιμές πώλησης των τιμών των τριών τύπων ελαιολάδου σε Ισπανία, Ιταλία κι Ελλάδα και η ετήσια μεταβολή τους (Πηγή: EUROSTAT, 28/11/2022).

  1. Η αναξιοποίητη βιοποικιλότητα των ελληνικών ελαιόδεντρων

Συγκεκριμένα, μέρος του θέματος εντοπίζεται στην διαφορετική προσέγγιση της ελαιοκομίας. Αφενός η ισπανική σχολή στοχεύει στις οικονομίες κλίμακας μέσω εντατικής μαζικής καλλιέργειας μικρού αριθμού ποικιλιών (5-6 ποικιλίες μόνον), με ένταση κεφαλαίου για επίτευξη χαμηλού κόστους που θα επιτρέψει και χαμηλότερες τιμές λιανικής. Αντίθετα, η ιταλική σχολή αξιοποιεί στο έπακρο όλο το γενετικό εύρος των ποικιλιών της με βελτιστοποίηση της προσαρμογής της φύτευσης στο κάθε γεωγραφικό ανάγλυφο, επιτυγχάνοντας υψηλότατη διαφοροποίηση προϊόντων, ώστε στην λιανική αγορά να προμηθεύει τους καταναλωτές με μια “boutique” ποικιλιών ελαιολάδου. Κι ενώ η Ελλάδα μοιάζει πολύ περισσότερο στην Ιταλία, τόσο σε όρους γεωμορφολογίας, όσο και σε επίπεδο γενετικής διαφοροποίησης, υιοθετεί ανεπιτυχώς την ισπανική προσέγγιση. 

Παράλληλα, εν ελλείψει υποδομών τυποποίησης και οργανωμένης γενετικής χαρτογράφησης, οι Ιταλοί παραγωγοί -όπως τεκμηριώνεται κι από τα στατιστικά δεδομένα που δείχνουν ότι το 70% του εξαγόμενου ελληνικού ελαιολάδου κατευθύνεται προς την Ιταλία- αγοράζουν μαζικά χύμα Αγνό Παρθένο Ελαιόλαδο κάθε έτος στην Πελοπόννησο (κυρίως στην Μεσσηνία και στην Λακωνία), το οποίο στην συνέχεια θα εμφιαλώσουν, θα τυποποιήσουν και θα πωλήσουν ως ιταλικό στην λιανική αγορά της ΕΕ ή των ΗΠΑ μέχρι και 60 ευρώ το λίτρο (40 ευρώ είναι μια τυπική τιμή για ελαιόλαδο πολυτελείας).

3.1 Βιοπειρατεία του γενετικού πλούτου των ελληνικών ελαιόδεντρων

Περαιτέρω, η κατάσταση επιδεινώνεται αν ληφθεί υπόψιν ότι ακόμη και το φυτογενετικό υλικό των ελληνικών ελαιόδεντρων είναι αντικείμενο βιο-πειρατείας. Το φαινόμενο συνιστά κυριολεκτικά μια οικονομική αιμορραγία για την Ελλάδα, καθώς λείπει σχεδόν πλήρως η γενετική χαρτογράφηση των ενδημικών ποικιλιών, άρα και η δυνατότητα κατοχύρωσης και προστασίας τους σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Nagoya (σε ισχύ από το 2014) και τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό ΕΚ 511-2014. Στο παρελθόν, εντοπίστηκαν περιπτώσεις εμπόρων φυτικού υλικού με έδρα την Ισπανία, οι οποίοι έστελναν δείγματα ελληνικών ποικιλιών έναντι αμοιβής στις ΗΠΑ. Με την έλλειψη επίσημης γενετικής χαρτογράφησης από το ελληνικό Υπουργείο Γεωργίας, είναι αδύνατον να τεκμηριωθεί η ενδημικότητα των υπό βιο-πειρατεία ποικιλιών και να στοιχειοθετηθεί μια σχετική δικαστική υπόθεση εντός της ΕΕ.

  1. Αξιοποιώντας τα παραπροϊόντα του ελαιολάδου

Από την ενδημική βιοποικιλότητα των ελληνικών ελαιόδεντρων προκύπτει και το υψηλό δυναμικό της βιομηχανικής συμβίωσης στην παραγωγή του ελληνικού ελαιολάδου. Παρόλο που το ελαιόλαδο είναι γνωστό για τις καθαυτές ευεργετικές του ιδιότητες, η αξία των παραπροϊόντων του παραμένει ακόμη σχετικά άγνωστη κι αναξιοποίητη. Τα απόβλητα του ελαιολάδου είναι πλούσια σε πολυφαινόλες. Οι πολυφαινόλες είναι βιο-μόρια με σημαντικές αντι-οξειδωτικές και αντικαρκινικές ιδιότητες, όντας κατάλληλες για την αντιμετώπιση 100 καταγεγραμμένων ασθενειών. Πέρα από διατροφικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς, χρησιμοποιούνται ευρέως στην βιομηχανία καλλυντικών. 

Η αξία της διεθνούς αγοράς πολυφαινολών σήμερα πλησιάζει τα 500 δισ. δολάρια. Σε σύνολο ~3.000 καταγεγραμμένων πολυφαινολών διεθνώς (από πληθώρα πηγών, όπως το τσάι ή οι φυσικοί χυμοί), στο ελληνικό Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο μπορούν να βρεθούν μέχρι και 6 διαφορετικά είδη. Η τιμή αγοράς 1 γραμμαρίου καθαρής πολυφαινόλης από την βιομηχανία καλλυντικών ή φαρμακευτικών προϊόντων μπορεί να φθάσει και τα 10.000 ευρώ, ενώ η οικονομική αξιοποίησή τους επιτυγχάνεται για αραίωση από 1/1 εκ. έως 1/10.000 μέρη. Καθώς τα απόβλητα του ελαιολάδου που προκύπτουν από την φυγοκέντριση έχουν βρεθεί να είναι πλούσια σε φαινολικό περιεχόμενο, αυτό μπορεί είτε να ανακτηθεί ξεχωριστά προς χρήση σε φαρμακευτικά ή καλλυντικά προϊόντα ή να εμπλουτίσει εκ νέου το ίδιο Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο, ώστε αυτό να πωλείται στην λιανική αγορά σε τιμές πολυτελείας (premium).

4.1 Το πυρηνέλαιο

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό παραπροϊόν του ελαιολάδου με υψηλή χρηστικότητα και προστιθέμενη αξία είναι το Πυρηνέλαιο. Ο Οργανισμός Καταναλωτών της Ισπανίας δημοσίευσε το έτος 2017 μια επιστημονική έκθεση με τα αποτελέσματα της δοκιμής 7 διαφορετικών φυτικών ελαίων σε θερμοκρασία 180 βαθμών Κελσίου, 5-6 επαναλήψεις τηγανίσματος και για 6-7 διαφορετικά τρόφιμα (από φρέσκιες πατάτες μέχρι κοτόπουλο και φρέσκα αλιεύματα). Έχει διαπιστωθεί ότι το πυρηνέλαιο περιέχει αντιοξειδωτικές ουσίες που δρουν προστατευτικά στις θερμοκρασίες τηγανίσματος 180 βαθμών Κελσίου με όριο θραύσης των δεσμών του στους 240 βαθμούς Κελσίου, διατηρώντας τις ιδιότητές του μέχρι και 15 διαδοχικά τηγανίσματα -συγκριτικά με άλλα φυτικά έλαια και σπορέλαια που υποβαθμίζονταν μετά από 3-4 τηγανίσματα. Τις καλύτερες επιδόσεις για την υγεία του καταναλωτή παρουσίασαν έλαια πλούσια σε μονοακόρεστα λιπαρά (το 80% των συνολικών λιπαρών του πυρηνελαίου), όπως το ελαιόλαδο, το πυρηνέλαιο και το ηλιέλαιο υψηλής περιεκτικότητας σε ελαϊκά οξέα.

Στην Ελλάδα καταναλώνονται 10.000 τόνοι πυρηνελαίου, κυρίως για οικιακή χρήση, στην εστίαση και στα αρτοποιεία. Το πυρηνέλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για οικιακή χρήση, ωστόσο στην εστίαση χρειάζεται κάποιες προδιαγραφές, όπως η αποτροπή του βαθέως τηγανίσματος (βαθιές φριτέζες) που αναγκαστικά οδηγεί και στην μείωση της ποσότητας του τηγανισμένου φαγητού ανά μονάδα χρόνου καθώς χρειάζονται χαμηλότερες θερμοκρασίες και ποσότητες για να διατηρείται η ποιότητα του τροφίμου. Προς το παρόν ο τομέας της ελληνικής εστίασης διατηρεί απόθεμα ελαιολάδου προς αντικατάσταση του ηλιέλαιου σε περίπτωση που αυτό εκλείψει.

Επιπλέον, μετά την εξαγωγή του πυρηνελαίου, το ξηρό πυρηνόξυλο της ελιάς μπορεί να αξιοποιηθεί σε τοπική κλίμακα ως καύσιμο για οικιακή θέρμανση ή -σε μεγάλη κλίμακα- για βιομηχανικούς καυστήρες. Παράλληλα, είτε για την παραγωγή βιο-καυσίμων ή δραστικών ουσιών η αξιοποίηση των τηγανέλαιων των μονάδων εστίασης παραμένει περιορισμένο. Προς το παρόν στην Ελλάδα υφίσταται μικρός αριθμός πιλοτικών προγραμμάτων συλλογής κι επεξεργασίας τηγανέλαιων παρόλο που έχει εκδηλωθεί ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον για την εγκατάσταση τουλάχιστον μιας μεγάλης μονάδας επεξεργασίας και παραγωγής βιο-diesel από το 2013.