Ξένη Γερνά

Αν. Δ/ντρια ΙΕΚ Τουρισμού Θεσσαλονίκης

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Οι ελιές και το ελαιόλαδο είναι συνυφασμένα με την ιστορία, τον πολιτισμό, την υγεία και την οικονομία της χώρας μας. Αποτελεί το εθνικό μας αγροτικό προϊόν και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί μια συνειδητή κουλτούρα μεταξύ των επαγγελματιών της ελαιοκαλλιέργειας, της εστίασης, της Φιλοξενίας καθώς και των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, αυξάνεται η εκτίμηση για τη θρεπτική του αξία, για την προστασία των φυσικών πόρων, για τις κλιματολογικές συνθήκες και τις διαδικασίες καλλιέργειας καθώς και για τους τρόπους παραγωγής που χρησιμοποιεί κάθε ελαιοκαλλιεργητής. 

Το Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο (EVOO) είναι ένα ξεχωριστό προϊόν για τις μεσογειακές χώρες  με υλική και άυλη αξία που προσδιορίζει τη μεσογειακή διατροφή. Η αξία του ξεπερνά τη μαγειρική διάσταση και γαστρονομία και μαζί με άλλες πρώτες ύλες συντελούν  στην αναγνώριση της μεσογειακής διατροφής ως «Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας» η οποία κατοχυρώθηκε από την UNESCO το 2010. 

Στην Ελλάδα ο πολιτισμός της ελιάς και του ελαιολάδου θεωρείται επίσης στοιχείο της Άυλης Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς και από το 2019 αποτυπώνεται στο Εθνικό μας Ευρετήριο. Η σύγχρονη τουριστική βιομηχανία βιώνει ένα στάδιο ισχυρών προκλήσεων. Τα υψηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των προορισμών και η αυξανόμενη εξειδίκευση και γνώση των καταναλωτών, αναγκάζουν τον κλάδο να αναζητά συνεχώς νέες εισροές για καινοτομία και προσαρμογή στις ανάγκες  των σύγχρονων τουριστών.

Οι τουριστικές εμπειρίες θεωρούνται ευκαιρίες, όχι μόνο για ξεκούραση και αποσύνδεση από το καθημερινό άγχος αλλά και για προσωπική ανάπτυξη, μάθηση και αυτοπραγμάτωση. 

Αυτή η τάση έχει δύο συνέπειες στις τουριστικές αγορές που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Όσον αφορά στη Ζήτηση: οι καταναλωτές αναζητούν προϊόντα με συναισθηματικό και βιωματικό περιεχόμενο που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής τους ακόμη και μετά το ταξίδι τους.

Όσον αφορα στην Προσφορά: Οι τουριστικοί πράκτορες και διοργανωτές ταξιδιών έρχονται αντιμέτωποι με την ανάγκη να προσφέρουν μια άυλη εμπειρία (όπως συναισθήματα, εκπαίδευση, χαρά κ.λπ.) μέσα από απτές και βιώσιμες προτάσεις στις διεθνείς τουριστικές αγορές. 

Ο Ελαιοτουρισμός δεν αναδείχθηκε μόνο ως στρατηγική διαφοροποίησης των επιχειρήσεων, αλλά φάνηκε επίσης να καλύπτει μια αρχική ζήτηση και ενδιαφέρον για μάθηση για ότι σχετίζεται με την κουλτούρα του ελαιολάδου.

Αποτελεί δε, ευκαιρία για τις εταιρείες ελαιολάδου που επιδιώκουν να δημιουργήσουν εναλλακτικά μέσα εισοδήματος, δημιουργώντας ζήτηση υψηλών προδιαγραφών για τοπικά προϊόντα που παράγονται σε περιοχές με μεγάλη κλίμακα ελαιοκαλλιέργειας.

Επιπλέον, οι εμπλεκόμενοι Φορείς και επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τον ελαιοτουρισμό για να προωθήσουν τα δικά τους brands σε δυνητικούς καταναλωτές, προσδοκώντας αύξηση των πωλήσεών τους ή την βελτίωση της εταιρικής τους εικόνας και γιατί όχι; 

Μέσω της δημιουργίας γαστρονομικών διαδρομών,  να εδραιώνουν νέα τουριστικά προϊόντα και υπηρεσίες.

Τέτοιου είδους στρατηγικές είναι ομολογουμένως ακόμη σε στάδιο ανάπτυξης και απαιτούν συνεργασία μεταξύ των τοπικών και περιφερειακών ενδιαφερομένων. 

Ως εκ τούτου, ο ελαιοτουρισμός θεωρείται μορφή Τουρισμού Ειδικού Ενδιαφέροντος (Special Interest Tourism) που προσαρμόζεται στις νέες τάσεις και προσφέρει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων σε αγροτικές περιοχές που εισάγουν πλήρως τους τουρίστες στην κουλτούρα του ελαιολάδου. 

Επί του παρόντος, ο ελαιοτουρισμός αναπτύσσεται κυρίως στις χώρες της Μεσογειακής λεκάνης: στην Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Μαρόκο, Τουρκία και Πορτογαλία, αν και σοβαρές δράσεις ελαιοτουρισμού έχουν αναπτυχθεί στην Αργεντινή, την Αυστραλία, την Χιλή, την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ  και τον Λίβανο. 

Τα προϊόντα ελιάς αντιπροσωπεύουν ένα μοναδικό πλεονέκτημα για τις μεσογειακές χώρες, καθώς είναι σχεδόν οι μοναδικοί κάτοχοι αυτής της κληρονομιάς παγκοσμίως. Αυτή η πτυχή τους παρέχει ένα σταθερό εργαλείο διαφοροποίησης σε σύγκριση με άλλους τουριστικούς προορισμούς με παρόμοια χαρακτηριστικά.

Στοιχεία δείχνουν την εδραίωση της τάσης προς αυτή τη μορφή τουρισμού, καθώς το 2005, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού τόνισε τη σημασία του ήπιου τουρισμού ως μοχλού για την τοπική ανάπτυξη (UNWTO, 2005), προωθώντας τις «Οι Διαδρομές της Ελιάς» – “The Routes of the Olive Tree”. Οι Financial Times και οι Olive Oil Times χαρακτήρισαν τον ελαιοτουρισμό ως «το επόμενο μεγάλο θέμα» – “the next big thing” με συγκεκριμένη αναφορά στη λεγόμενη Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Ελαιόλαδου, την πόλη Jaén, στην Ανδαλουσία, στο νότιο τμήμα της Ισπανίας. 

Από πλευράς τουριστικού μάρκετινγκ, τα προϊόντα ελιάς θεωρούνται στρατηγικής σημασίας λόγω της γαστρονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής τους αξίας, που μπορούν να λειτουργήσουν ως πόλος έλξης με υψηλές βιωματικές δυνατότητες.