ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ & ΣΥΛΛΟΓΗ
ΜΕ ΡΙΖΕΣ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Η ελιά, δέντρο καρποφόρο και αειθαλές, έχει τις ρίζες του στα βάθη του χρόνου και αποτελεί την πιο διαδεδομένη καλλιέργεια στην Ελλάδα. Σε επιχειρηματικό επίπεδο η ελιά έχει ιδιαίτερο εθνικό ενδιαφέρον, καθώς η καλλιέργεια, η επεξεργασία, η τυποποίηση και η εμπορία των προϊόντων της αγγίζει οικονομικά & κοινωνικά τουλάχιστον 600.000 οικογένειες και κοινωνικά κάθε ελληνική οικογένεια.
ΓΕΝΙΚΑ
Το δέντρο της ελιάς είναι γνωστό για την υπεραιωνόβια καρποφορία του, την ανθεκτικότητα σε δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες, καθώς και την έντονη προσαρμοστικότητα, χωρίς την ανάγκη ιδιαίτερων καλλιεργητικών φροντίδων. Τα βασικότερα προϊόντα του δέντρου της ελιάς είναι το ελαιόλαδο και οι επιτραπέζιες ελιές. Η ελιά χαρακτηρίζεται από παρενιαυτοφορία, δηλαδή μια χρονιά μεγάλης καρποφορίας και παραγωγής ακολουθείται από μία χρονιά μικρότερης ή μηδενικής παραγωγής. Η έντασή του, που έχει σχέση και με την ποικιλία, μπορεί να μετριαστεί με σωστό κλάδεμα τη χρονιά που αναμένεται η υψηλή καρποφορία, τη σωστή λίπανση (κυρίως με άζωτο, ώστε να ενδυναμωθεί η νέα βλάστηση) και την ορθολογική άρδευση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εδαφοκλιματικές απαιτήσεις για την καλλιέργεια της ελιάς. Πιο αναλυτικά, η ελιά απαιτεί ένα αριθμό ωρών χαμηλών θερμοκρασιών (180 ώρες με θερμοκρασία < 7 oC ή 10 εβδομάδες με θερμοκρασία < 12,2 oC που εξαρτάται από την περιοχή καταγωγής της κάθε ποικιλίας) για να διακοπεί ο λήθαργος των ανθοφόρων οφθαλμών. Για παράδειγμα η ποικιλία «Κορωνέϊκη» θέλει λιγότερες ώρες ψύχους σε σχέση με την ποικιλία «Χονδρολιά Χαλκιδικής». Η διαφοροποίηση των οφθαλμών γίνεται προς το τέλος του χειμώνα, 2,5-3,0 μήνες πριν την ανθοφορία. Χρονιές ή περιοχές στις οποίες η ελιά δεν καλύπτει τις απαιτούμενες ώρες χαμηλών θερμοκρασιών, η ανθοφορία είναι περιορισμένη ή τα άνθη είναι ατελή με αποτέλεσμα την μειωμένη παραγωγή.
Απαιτεί επίσης ζεστό περιβάλλον κατά τη βλαστική περίοδο (απαιτεί πολλές μονάδες θερμότητας για να ολοκληρώσει τη βλαστική ανάπτυξη και ανάπτυξη του καρπού). Οι υψηλές θερμοκρασίες, > 28 °C, όταν συνοδεύονται με θερμούς νότιους ανέμους ή έντονες βροχοπτώσεις ή η έλλειψη επαρκούς εδαφικής υγρασίας μπορούν να προκαλέσουν αποτυχία στην καρπόδεση και μειωμένη παραγωγή τη συγκεκριμένη χρονιά. Οι άριστες θερμοκρασίες κατά την διάρκεια της άνθισης είναι 18-20°C και κατά την καρπόδεση 20-22°C.
Η φύτευση της ελιάς δεν θα πρέπει να γίνεται σε περιοχές στις οποίες η θερμοκρασία πέφτει συχνά κάτω από –5 ºC. Ο παγετός μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ζημιές στην καλλιέργεια της ελιάς και πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάσταση ελαιώνων σε περιοχές με συχνούς παγετούς. Θερμοκρασίες κάτω από -7 C προκαλούν ζημιές στα ελαιόδεντρα, αν και η αντοχή τους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η διάρκεια των χαμηλών θερμοκρασιών, η ατμοσφαιρική υγρασία, ο άνεμος, η ποικιλία της ελιάς, το στάδιο βλάστησης και η υγιεινή κατάσταση των δένδρων. Τα φύλλα της ελιάς παγώνουν στους -3 έως -6 ºC, ο φλοιός στους -7 ºC και το ξύλο στους μεγαλύτερης ηλικίας βλαστούς στους -13 ºC
ΕΙΔΗ ΦΥΤΕΙΩΝ
Σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (IOC)
Παραδοσιακές φυτείες χαμηλών εισροών
Αποτελούν την πατροπαράδοτη μορφή εκμετάλλευσης και συχνά φυτεύονται σε αναβαθμίδες. Η πυκνότητα φύτευσης είναι μικρή και ποικίλει από 70-160 φυτά ανά 10 στρέμματα. Η διαχείρισή τους γίνεται με ελάχιστες ή και καθόλου χημικές εισροές, ενώ οι απαιτήσεις σε ανθρώπινη εργασία είναι μεγάλες. Λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και των καλλιεργητικών πρακτικών, π.χ. όπως η βόσκηση των ζώων κάτω από τις ελιές, η συγκαλλιέργεια με άλλα είδη, όπως ψυχανθή, σιτηρά και άλλα, οι φυτείες αυτές έχουν υψηλή φυσική αξία σε ότι αφορά τη βιοποικιλότητα και το τοπίο, και θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα (π.χ. έλεγχος της απορροής των υδάτων σε ορεινές περιοχές). Ωστόσο, μπορεί να είναι δύσκολο να αποκομίσει κανείς κέρδη από τις φυτείες αυτές, οι οποίες είναι συνεπώς ευάλωτες στην εγκατάλειψη.
Οι παραδοσιακοί ελαιώνες εξακολουθούν να κυριαρχούν και συνολικά η μέση απόδοσή τους είναι σημαντικά χαμηλότερη από τους εντατικούς.
Εντατικές & Υπερεντατικές φυτείες
Οι εντατικές φυτείες έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τις παραδοσιακές φυτείες, η πυκνότητα φύτευσης όμως είναι μεγαλύτερη, 200-400 φυτά ανά εκτάριο και η διαχείρισή τους γίνεται πιο εντατικά. Χρησιμοποιούν περισσότερα ανόργανα λιπάσματα και φυτοφάρμακα, πιο εντατικές τεχνικές ελέγχου των εχθρών και ασθενειών και διαχείρισης του εδάφους. Σε πολλές φυτείες εφαρμόζεται άρδευση και μηχανική συγκομιδή.
Οι υπερεντατικές φυτείες είναι νέες, εγκαταστάθηκαν μετά το 2000, χρησιμοποιούν κυρίως ορθόκλαδης ανάπτυξης ποικιλίες σε μεγαλύτερες πυκνότητες, της τάξης των 1.200-1.800 δέντρων ανά 10 στρέμματα. Η διαχείριση και ο έλεγχος όλων των καλλιεργητικών πρακτικών, όπως φύτευση, κλάδεμα, λίπανση, άρδευση, φυτοπροστασία και συγκομιδή γίνονται με σύγχρονα εκμηχανισμένα συστήματα, που λαμβάνουν υπόψη όλες τις παραμέτρους για την μεγιστοποίηση της παραγωγής. Πλεονέκτημα είναι το μειωμένο κόστος συγκομιδής και η ταχύτατη είσοδος στην καρποφορία (2ο – 3ο χρόνο) αλλά απαιτούνται πολύ μεγάλες πεδινές εκτάσεις. Σημαντικό μειονέκτημα είναι το πολύ υψηλό κόστος εγκατάστασης της φυτείας, όπως και το κόστος των μηχανημάτων συγκομιδής.
Βιολογικές φυτείες
Η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς βασίζεται σε μεθόδους αναζωογόνησης του εδάφους του ελαιώνα, στην ανακύκλωση των υποπροϊόντων και άλλων διαθέσιμων οργανικών υλικών και στην αναπαραγωγή και προστασία του περιβάλλοντος. Είναι το σύστημα ελαιοπαραγωγής που υπόκειται στα αυστηρότερα πρότυπα παραγωγής και στοχεύει στην παραγωγή μίας άριστης ποιότητας ελαιολάδου, απαλλαγμένου από υπολείµµατα αγροχηµικών, περιορίζει τη µόλυνση µε αγροχηµικά του εδάφους, του νερού και του αέρα. Συντελεί στη διατήρηση της ποικιλότητας πολύτιμων φυτών, ζώων και γενετικού υλικού. Η βιολογική καλλιέργεια αναπτύσσεται γρήγορα, αν και απαιτεί υψηλότερες επιδοτήσεις προκειμένου να είναι ανταγωνιστική. Αντιστοιχεί σε σχετικά μικρό, αλλά αυξανόμενο μερίδιο της καλλιέργειας της Ε.Ε. (για παράδειγμα, στην Ιταλία περίπου το 15% των εκτάσεων ελαιοκαλλιέργειας έχει πιστοποιηθεί ως βιολογικό).
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Πολλαπλασιασμός
Ένας πολύ σημαντικός παράγων στον τομέα της ελαιοκομίας είναι ο πολλαπλασιασμός και η πιστοποίηση του φυτικού υλικού. Ο πολλαπλασιασμός της ελιάς γίνεται εγγενώς (με σπόρους ή με αγριελιές και εμβολιασμό), αγενώς (με μοσχεύματα σκληρού ξύλου, παραφυάδες και φυλλοφόρα μοσχεύματα) και με μικροπολλαπλασιασμό.
Ο εγγενής πολλαπλασιασμός της ελιάς γίνεται σε δύο στάδια: α) δημιουργία σποροφύτων – υποκειμένων, από επιλεγμένους σπόρους και β) εμβολιασμό των υποκειμένων με τις επιλεγμένες ποικιλίες. Τα κύρια μειονεκτήματα του εγγενούς πολλαπλασιασμού είναι η δυσκολία επίτευξης ομοιόμορφης και σε υψηλά ποσοστά βλάστησης των πυρήνων, απαιτεί πολύ χρόνο (τα δενδρύλλια μένουν 3-4 χρόνια στα φυτώρια), τα δενδρύλλια είναι ανομοιόμορφα ως προς τη ζωηρότητα της βλάστησης (διαφορετική γενετική σύσταση των σποροφύτων), απαιτείται εμβολιασμός με την επιθυμητή ποικιλία και έχει υψηλό κόστος (κυρίως εργατικών). Γι΄ αυτό σήμερα δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου στη χώρα, εκτός από ειδικές περιπτώσεις.
Ο αγενής πολλαπλασιασμός της ελιάς γίνεται με παραφυάδες, σφαιροβλάστες, ξυλοποιημένα μοσχεύματα και φυλλοφόρα μοσχεύματα.
Οι παραφυάδες είναι ζωηροί βλαστοί που φύονται στη βάση του κορμού αλλά και παλιές χοντρές ρίζες. Δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου σήμερα, γιατί υπάρχει δυσκολία εξεύρεσης πολλαπλασιαστικού υλικού, καθυστερεί η είσοδος των δενδρυλλίων στην καρποφορία, λόγω της νεανικότητας και δημιουργεί πληγές στα ελαιόδεντρα.
Οι σφαιροβλάστες είναι εξογκώματα, κυρίως στον λαιμό ή και στις κύριες διακλαδώσεις των ριζών της ελιάς, πλούσιες σε αποθεματικές ουσίες, που φέρουν λανθάνοντες ξυλοφόρους οφθαλμούς και ριζοβολούν εύκολα. Δεν χρησιμοποιούνται σήμερα και έχουν τα ίδια μειονεκτήματα όπως οι παραφυάδες.
Τα ξυλοποιημένα μοσχεύματα είναι τμήματα παλαιού ξύλου ηλικίας 2-4 ετών, µε µμήκος 40-70 cm με διάμετρο 2,5-5 cm. Για την καλύτερη ριζοβολία των μοσχευμάτων χρησιμοποιούνται αυξητικές ορμόνες (ΙΒΑ), στις οποίες εμβαπτίζεται το μόσχευμα για συγκεκριμένο χρόνο. Μετά την ριζοβολία μεταφέρονται στο φυτώριο και μετά 1-2 χρόνια είναι έτοιμα για φύτευση στο χωράφι.
Τα φυλλοφόρα μοσχεύματα είναι τμήματα από βλαστούς της προηγούμενης χρονιάς, μήκους 10-15 εκ., με 2-4 φύλλα στην κορυφή, που συνήθως λαμβάνονται από τον Ιούνιο ως και τον Αύγουστο. Για την καλύτερη ριζοβολία το κάτω άκρο εμβαπτίζεται σε κατάλληλο ορμονικό διάλυμα και στη συνέχεια ‘φυτεύονται’ σε διάφορα υποστρώματα και τοποθετούνται σε υδρονέφωση με ελεγχόμενες συνθήκες. Για την γρήγορη ανάπτυξη και τον έλεγχο των ασθενειών γίνονται περιοδικοί ψεκασμοί με διαφυλλικά λιπάσματα, μυκητοκτόνα και εντομοκτόνα. Μετά την ριζοβολία (2-3 μήνες) μεταφυτεύονται σε σακούλες με κατάλληλο υλικό 1:1:1 χώμα-άμμο-φυτόχωμα και τοποθετούνται σε διαμορφωμένο χώρο για προστασία από χαμηλές θερμοκρασίες. Είναι η κύρια μέθοδος που σήμερα εφαρμόζουν τα σύγχρονα φυτώρια.
Ο μικροπολλαπλασιασμός (tissue culture) είναι μια τεχνική κλωνικού πολλαπλασιασμού. Για την αναπαραγωγή κλώνων χρησιμοποιούνται επάκρια μεριστώματα ή τµήµατα ακραίων βλαστών ελιάς τα οποία τοποθετούνται κάτω από ασηπτικές συνθήκες µέσα στο δοκιµαστικό σωλήνα στο θρεπτικό υπόστρωµα, σε συγκεκριμένες συνθήκες φωτός και θερμοκρασίας. Για την τεχνική αυτή απαιτούνται κατάλληλες εγκαταστάσεις και εξειδικευμένο προσωπικό. Επιτρέπει την αναπαραγωγή των γενετικών χαρακτηριστικών του μητρικού και δημιουργία φυτών ελιάς, απαλλαγμένες από ιούς με γενετική – φυτοϋγειονομική πιστοποίηση.
Ανάλογα με το σύστημα φύτευσης τα νεαρά φυτά διαμορφώνονται σε χαμηλά (θάμνος ή χαμηλό κύπελλο), μέτρια ή κανονικά σχήματα (ελεύθερο σφαιρικό, για μηχανική συγκομιδή, άτρακτο, φυτικό τείχος). Οι υπέρπυκνες φυτεύσεις γίνονται όλες σε άτρακτο από συγκεκριμένες ποικιλίες (Arbequina, Κορωνέϊκη, Arbosana)) ώστε να δημιουργείται φυσικός ανεμοφράκτης.
Κλάδεμα
Το κλάδεμα είναι η πιο σημαντική καλλιεργητική φροντίδα. Στόχος είναι η αφαίρεση τμημάτων του δέντρου για παραγωγή ισχυρού σκελετού με κατάλληλο σχήμα, ώστε να διευκολύνει τις καλλιεργητικές φροντίδες (π.χ. συγκομιδή), να επηρεάζει θετικά τη σχέση βλάστησης / καρποφορίας, σύμφωνα με τις συνθήκες της περιοχής και τις καλλιεργητικές επιδιώξεις μας (π.χ. μείωση παρενιαυτοφορίας στην ελιά). Παράγοντες που παίζουν ρόλο σε ένα ορθολογικό κλάδεμα είναι ο τρόπος καρποφορίας της ελιάς, η παρουσία περισσότερων ή λιγότερων λαίμαργων βλαστών, ο φωτισμός κόμης, η ηλικία και ευρωστία των δέντρων και οι συνθήκες καλλιέργειας (άρδευση, λίπανση κλπ).
Ανάλογα με το επιδιωκόμενο στόχο το κλάδεμα μπορεί να είναι:
α) Κλάδεμα διαμόρφωσης στα νεαρά δένδρα για δημιουργία ανθεκτικού σκελετού και σχήματος, που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μας (όχι αυστηρό κλάδεμα).
β) Κλάδεμα καρποφορίας στα παραγωγικά δένδρα για εξασφάλιση σταθερής απόδοσης και ποιότητας καρπού.
γ) Κλάδεμα ανανέωσης στα ηλικιωμένα δένδρα για αποφυγή της εξάντλησης με τα χρόνια και επαναφορά των δένδρων σε επιθυμητά σχήματα και μεγέθη.
Είναι γνωστό ότι η ελιά καρποφορεί πλάγια σε βλαστούς του προηγούμενου έτους, κυρίως στη φωτιζόμενη περιφερειακή ζώνη του δένδρου. Επίσης ότι, οι πολύ ζωηροί βλαστοί έχουν μόνο βλαστοφόρους οφθαλμούς και ότι οι αδύνατοι βλαστοί δίνουν ελάχιστους καρπούς
Το κλάδεμα διαμόρφωσης στην ελιά εφαρμόζεται από το 2ο-3ο έτος, μετά την επιτυχή φύτευση στο χωράφι, κόβοντας τον κεντρικό βλαστό σε ύψος 40-60 εκατοστά από το έδαφος. Το κατάλληλο σχήμα διαμόρφωσης για την παραδοσιακή και εντατική καλλιέργεια της ελιάς είναι το κυπελλοειδές σχήμα. Στη συνέχεια θα επιλέξουμε 3-4 πλάγιους βλαστούς κάτω από το σημείο της τομής, που θα εξελιχθούν στους βασικούς βραχίονες του δέντρου. Οι πλάγιοι βλαστοί που θα επιλέξουμε θα πρέπει να είναι σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Τα επόμενα χρόνια αφήνουμε τους βλαστούς που επιλέξαμε να μεγαλώσουν και στα επόμενα κλαδέματα αφαιρούμε τα μικρά κλαδιά που αναπτύσσονται με κατεύθυνση εσωτερικά, ενώ κάνουμε και ένα ελαφρύ κορφολόγημα με στόχο α) να σχηματίσουμε το κυπελλοειδές σχήμα για το δέντρο και β) να δυναμώσουν οι ρίζες.
Το κλάδεμα καρποφορίας στην ελιά αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εργασίες για να εξασφαλίσουμε ικανοποιητική παραγωγή κάθε χρόνο. Βασικός στόχος είναι να ισορροπήσουμε τις δύο φυσικές λειτουργίες του δέντρου της ελιάς που ανταγωνίζεται η μια την άλλη: τη βλαστική ανάπτυξη της ελιάς από τη μία, δηλαδή την ανάπτυξη βλαστών μέτριου μήκους (αφαίρεση αδύνατων κλαδιών, λαίμαργων σε κακή θέση) και φυλλώματος του δέντρου, και από την άλλη την διατήρηση καρποφόρας ζώνης (δημιουργία ανθέων) σε καλή ζωηρότητα και με καλό φωτισμό (αφαίρεση κλαδιών εμποδίων) για καλή καρποφορία. Το σωστό κλάδεμα εξαρτάται από πολλές παραμέτρους και για κάθε ελαιώνα είναι διαφορετικό, καθώς μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την ηλικία των δέντρων, την ποικιλία ελιάς που καλλιεργούμε, την πυκνότητα φύτευσης του ελαιώνα, το έδαφος και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή, όπως επίσης από την εποχή που πραγματοποιούμε το κλάδεμα.
Το κλάδεμα καρποφορίας της ελιάς, ελαφρύτερο ή έντονο, πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο. Κατάλληλη εποχή για να κλαδέψουμε τις ελιές είναι πάντα μετά το τέλος της συγκομιδής. Προτιμούμε να κλαδεύουμε μετά τον Ιανουάριο, όσο πλησιέστερα προς το Μάρτιο, σε περιόδους χωρίς παγετούς και βροχές, σε συνθήκες μειωμένης υγρασίας, για αποφυγή ανάπτυξης μυκητολογικών και βακτηριακών ασθενειών, όπως του κυκλοκόνιου, του γλοιοσπόριου και της καρκίνωσης της ελιάς. Μετά το κλάδεμα της ελιάς, είναι σημαντικό να ψεκάζουμε με χαλκούχο διάλυμα για απολύμανση από μυκητολογικές και βακτηριακές ασθένειες. Συμπληρωματικά, στις μεγάλες τομές κλαδέματος των ελαιόδεντρων, αλείφουμε με πάστα εμβολιασμού για να αποφύγουμε την ανάπτυξη ασθενειών.
Για κλάδεμα της ελιάς πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη τις αναλύσεις θρέψης των ελαιοδένδρων, τόσο την ανάλυση εδάφους, όσο και τις αναλύσεις φυλλοδιαγνωστικής, καθώς και το πρόγραμμα λίπανσης, για να αποφασίσουμε πόσο ελαφρύ ή αυστηρό θα είναι το ετήσιο κλάδεμα καρποφορίας.
Πώς κλαδεύουμε τις ελιές μετά από μια χρονιά μεγάλης καρποφορίας;
Μετά από μια χρονιά μεγάλης καρποφορίας της ελιάς, κλαδεύουμε τις ελιές λιγότερο έντονα (όχι αυστηρά), καθώς το ελαιόδεντρο εξαντλείται από τα θρεπτικά του συστατικά. Αυτό γίνεται για δυο λόγους: Αφενός επιθυμούμε να διατηρήσουμε μεγαλύτερη φυλλική επιφάνεια της ελιάς, που είναι το εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας και αφετέρου, μειώνουμε τη διάθεση της ελιάς για έντονη βλαστική ανάπτυξη, ενισχύοντας τη διάθεση καρποφορίας. Η μείωση του φυλλώματος της ελιάς μέσω του κλαδέματος φθάνει μόνο το 10% αφαιρώντας τα ξερά κλαδιά, αλληλοκαλυπτόμενους εσωτερικούς κλάδους και λαίμαργους βλαστούς γύρω από τον κορμό της ελιάς. Το αυστηρό κλάδεμα χειροτερεύει την παρενιαυτοφορία, επειδή εξαντλεί πιο πολύ τα ήδη εξαντλημένα από την καρποφορία δένδρα.
Πώς κλαδεύουμε τις ελιές μετά από μια χρονιά μικρής καρποφορίας;
Μετά από μια χρονιά μειωμένης καρποφορίας της ελιάς, εφαρμόζουμε πιο αυστηρό κλάδεμα, αφαιρώντας ακόμη και 20-30% της φυλλικής επιφάνειας, για να διατηρήσουμε το κυπελλοειδές σχήμα των ελαιόδεντρων και να τα κρατήσουμε σε χαμηλό ύψος (< 3-3,5 μ.). Αυστηρό κλάδεμα μπορεί να γίνει στο τέλος του χειμώνα που προηγείται του έτους μεγάλης καρποφορίας με αφαίρεση βλαστών μέτριας ζωηρότητας, που πιθανότατα θα εξελιχθούν σε καρποφόρους. Μπορεί επίσης να γίνει και αμέσως μετά την καρπόδεση της ελιάς, αφαιρώντας κλαδιά που φέρουν μεγάλο φορτίο.
Γενικότερα, προσπαθούμε να κλαδεύουμε τις ελιές με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουμε την μεγαλύτερη δυνατή έκθεση της κόμης σε απευθείας έκθεση στο φώς, για να ενισχύουμε τη φωτοσύνθεση, καθώς και τον αερισμό για να μην αναπτύσσονται εύκολα ασθένειες. Σε πυκνοφυτεμένους ελαιώνες, το αυστηρό κλάδεμα δεν αποτελεί λύση για τον φωτισμό και τον αερισμό, καθώς επιφέρει έντονη βλάστηση και μειωμένη παραγωγή. Σε αυτή την περίπτωση προτείνεται η εκρίζωση μερικών ελαιόδεντρων για να επιτύχουμε σωστή αραίωση και αυξημένη παραγωγή.
Το κλάδεμα ανανέωσης εφαρμόζεται για την ανανέωση γερασμένων δέντρων και για αποκατάσταση δένδρων που ζημιώθηκαν από παγετό ή πυρκαγιά. Κλάδεμα ανανέωσης γίνεται και σε δέντρα με χαμηλή παραγωγικότητα, καχεξία κλαδιών, περιορισμένο φύλλωμα, διαταραχή σχέσης ριζικού συστήματος και κόμης. Μπορεί να γίνει με κόψιμο στο επίπεδο των κύριων διακλαδώσεων του κορμού, βλάστηση από το σημείο τομής και παραγωγή σε 2-3 χρόνια. Εναλλακτικά, το κόψιμο γίνεται στο επίπεδο του λαιμού (κορμοτομή) κυρίως σε παγετόπληκτα και πολύ γερασμένα δέντρα και η παραγωγή αρχίζει τον 3ο-5ο χρόνο.
Αραίωμα καρπών
Η αραίωση των καρπών σε επιτραπέζιες ποικιλίες ελιών, πραγματοποιείται σε χρονιές υπερβολικής καρπόδεσης με σκοπό να μειωθεί ο αριθμός των καρπών και να αυξηθεί το εμπορικό μέγεθος των υπόλοιπων καρπών. Έμμεσα, το αραίωμα μειώνει την κατανάλωση υδατανθράκων από τους καρπούς ώστε να υπάρχει περίσσεια αυτών και το δέντρο να διαφοροποιήσει ανθοφόρους οφθαλμούς για την επόμενη χρονιά τον Ιούνιο, μειώνοντας έτσι την ένταση της παρενιαυτοφορίας.
Διαχείριση εδάφους
Η διαχείριση του εδάφους αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι ελαιοκαλλιεργητές επιλέγουν και υλοποιούν μηχανικές ή μη επεμβάσεις στο έδαφος για τη διαμόρφωση του χωραφιού, την καταστροφή των ζιζανίων, την ενσωμάτωση λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται ώστε να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικοχημικών και βιολογικών ιδιοτήτων του εδάφους και να αποφεύγονται πρακτικές που ευνοούν τη διάβρωση και την ερημοποίηση. Τα ζιζάνια που αναπτύσσονται στον ελαιώνα ανταγωνίζονται τα δένδρα της ελιάς στην προσρόφηση νερού και θρεπτικών στοιχείων, δημιουργούν προβλήματα κατά την συγκομιδή, όταν είναι ξερά αυξάνουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς κατά τους θερινούς μήνες, και είναι ξενιστές επιβλαβών οργανισμών. Παράλληλα όμως η παρουσία τους στον ελαιώνα έχει και θετικές επιπτώσεις, όπως η προστασία του εδάφους από τη διάβρωση, η προσέλκυση ωφέλιμων εντόμων, ο εμπλουτισμός του εδάφους με οργανική ουσία, η ενίσχυση της βιοποικιλότητας. Οι απαιτήσεις ως προς τη διαχείριση των ζιζανίων στον ελαιώνα εξαρτώνται από την ηλικία των δένδρων, την εποχή του έτους και από το αν πρόκειται για αρδευόμενο ή μη ελαιώνα. Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου επέμβασης εξαρτάται από τις συνθήκες αυτές, αλλά και από το είδος των ζιζανίων.
Τα κυριότερα συστήματα διαχείρισης του εδάφους είναι η μηχανική καλλιέργεια, η καλλιέργεια με ζιζανοκτονία, η χορτοκοπή, η βόσκηση, η φυτοκάλυψη με χορτοδοτικά φυτά και ο συνδυασμός καλλιεργητικών τεχνικών. Το σύστημα καλλιέργειας του εδάφους στην ελαιοκομία διαφέρει ανάλογα με το έδαφος, το κλίμα, τις βροχοπτώσεις, την τοπογραφία, κ.τ.λ.
Η μηχανική καλλιέργεια του εδάφους γίνεται για τον έλεγχο των ζιζανίων, τη βελτίωση της διαπερατότητας και την εξασφάλιση καλύτερου αερισμού στο έδαφος και προτιμάται στις πεδινές περιοχές, όπου και η εφαρμογή της είναι πιο εύκολη. Εφαρμόζεται το χειμώνα μετά τη συγκομιδή (καταστροφή ζιζανίων, ενσωμάτωση λιπασμάτων, συγκράτηση του νερού των βροχών σε ξηρικούς ελαιώνες) και την άνοιξη (καταστροφή ζιζανίων, διατήρηση υγρασίας εδάφους) με φρέζα, εδαφοκαλλιεργητή ή δισκάροτρα αν και εφόσον είναι αναγκαίο.
Η καταστροφή των επιφανειακών ρίζων της ελιάς και η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τη διάδοση εδαφογενών ασθενειών, η συμπίεση στα βαθύτερα στρώματα του εδάφους, η μείωση της περιεκτικότητας σε οργανική ουσία και η αλλοίωση της φυσικής δομής του εδάφους είναι οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν με την συνεχή μηχανική καλλιέργεια. Στους επικλινείς ελαιώνες δεν πρέπει να εφαρμόζεται η μηχανική καλλιέργεια γιατί συμβάλλει στην αύξηση της επιφανειακής απορροής, με αποτέλεσμα τη διάβρωση του εδάφους. Η μηχανική κατεργασία του εδάφους πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο και μόνο εφόσον κρίνεται αναγκαία η εφαρμογή της.
Η ακαλλιέργεια του εδάφους αποτελεί την εναλλακτική λύση. Υλοποιείται με τη χρήση ζιζανιοκτόνων, τη χορτοκοπή, τη βόσκηση ή τη φυτοκάλυψη του εδάφους.
Η χρήση ζιζανιοκτόνων για την καταπολέμηση ζιζανίων θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ορεινούς ή επικλινείς ελαιώνες για την αντιμετώπιση προβλημάτων που δεν αντιμετωπίζονται με τις άλλες μεθόδους. Τα πλεονεκτήματα της χρήσης ζιζανιοκτόνων σε σχέση με την μηχανική καλλιέργεια είναι ότι δεν διαταράσσεται η φυσική δομή του εδάφους, δεν προκαλούνται ζημιές και τραυματισμοί στο επιφανειακό ριζικό σύστημα των δέντρων, μειώνεται ο κίνδυνος εξάπλωσης εδαφογενών παθογόνων, αποφεύγεται η συμπίεση του εδάφους, αυξάνεται η περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και το κυριότερο αποφεύγονται οι διαβρώσεις. Μειονεκτήματα είναι η επιβάρυνση του εδάφους από τη χρήση των ζιζανιοκτόνων, ιδίως αυτών μεγάλης υπολειμματικής δράσης και η σταδιακή εξαφάνιση της ενδημικής χλωρίδας.
Η χορτοκοπή των ζιζανίων με τη χρήση χορτοκοπτικών εργαλείων ή μηχανημάτων θεωρείται από τα πιο φιλικά στο περιβάλλον συστήματα διαχείρισης. Με τη χορτοκοπή δεν διαταράσσεται η δομή του εδάφους, δεν προκαλούνται ζημιές και τραυματισμοί στο επιφανειακό ριζικό σύστημα των δέντρων, μειώνεται ο κίνδυνος εξάπλωσης εδαφογενών παθογόνων, αποφεύγεται η συμπίεση του εδάφους, αυξάνεται η περιεκτικότητα σε οργανική ουσία και αποφεύγονται οι διαβρώσεις.
Η φυτοκάλυψη αφορά την κάλυψη του εδάφους των ελαιώνων από το φθινόπωρο με διάφορα ψυχανθή (βίκος, κουκιά, κτλ.) μέχρι την άνοιξη και στη συνέχεια την παράχωση τους στο έδαφος ή την κοπή τους με χορτοκοπτικό πριν την ανθοφορία τους (εμπλουτίζοντας το έδαφος με άζωτο), ώστε να μην ανταγωνίζονται τα ελαιόδεντρα σε νερό και θρεπτικά συστατικά, αλλά και να μην εναποθέσουν το σπόρο τους στο έδαφος και συνεχίσουν να πολλαπλασιάζονται. Η φυτοκάλυψη συντελεί στην βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους, στην καλύτερη απορρόφηση του νερού της βροχής του χειμώνα, ιδιαίτερα σε επικλινείς ελαιώνες και στην προστασία του εδάφους από τη διάβρωση. Σε επικλινείς (κλίση 30%) ελαιώνες στην Ισπανία αποδείχτηκε ότι η χλωρή λίπανση μειώνει τις απώλειες εδάφους στο 10% συγκρινόμενη με την καλλιέργεια και στο 5% συγκρινόμενη με την ακαλλιέργεια, με συνεχή ζιζανιοκτονία.
Λίπανση
Η ορθολογική λίπανση της ελιάς έχει σκοπό α) την διατήρηση της συγκέντρωσης των ανόργανων στοιχείων στην βέλτιστη περιοχή, όχι έλλειψη, αποφυγή τοξικότητας, σωστή αναλογία θρεπτικών στοιχείων β) την κάλυψη των απωλειών σε θρεπτικά στοιχεία (απομάκρυνση με την παραγωγή, κλάδεμα, κλπ.) με τη χρήση λιπασμάτων και/η επιστροφή μέρους των απωλειών (υπολείμματα κλαδέματος, παραπροϊόντα παραγωγής λαδιού, κλπ) και γ) το σωστό προγραμματισμό εφαρμογής, ώστε να μην υπάρχει απώλεια λιπασμάτων, να συμπληρώνονται τα θρεπτικά στοιχεία την εποχή που υπάρχει ανάγκη από την ελιά και να προστατεύεται το περιβάλλον.
Η λίπανση της ελιάς συνήθως περιλαμβάνει τα στοιχεία άζωτο, κάλιο και βόριο. Σε σπανιότερες περιπτώσεις μπορεί να προκύψουν προβλήματα με το φώσφορο, το ασβέστιο και κάποια ιχνοστοιχεία. Γενικά για κάθε 50 κιλά παραγόμενου καρπού απομακρύνονται 450 g άζωτο, 100 g φώσφορος, 500 g κάλιο και 200 g ασβέστιο. Η ανάλυση εδάφους και φύλλων είναι η ασφαλέστερη μέθοδος για να εντοπίσουμε προβλήματα θρέψης των ελαιοδέντρων. Η χρήση σύνθετων λιπασμάτων αυξάνει άσκοπα και υπερβολικά τον φώσφορο στο έδαφος, δημιουργώντας προβλήματα με την πρόσληψη άλλων στοιχείων.
Η λίπανση της ελιάς γίνεται για την βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους, την αύξηση της οργανικής ουσίας, την διατήρηση κατάλληλου pH για την καλλιέργεια, την βελτίωση δομής του εδάφους και την επίτευξη ισόρροπης βλάστησης και ανθοφορίας. Για να υπάρχει έντονη βλάστηση, υψηλό ποσοστό τέλειων ανθέων, υψηλή καρπόδεση και καλή καρποφορία, η ελιά απαιτεί άζωτο. Η έλλειψη αζώτου οδηγεί σε μειωμένη καρποφορία ή σε παρενιαυτοφορία. Η ελιά δεν αντιδρά τις περισσότερες φορές στη φωσφορική λίπανση. Αυτό είναι προφανές από τις χαμηλές ανάγκες της καλλιέργειας σε φώσφορο, αλλά και από τις ιδιότητες πολλές φορές των εδαφών να δεσμεύουν το φώσφορο και να τον αποδεσμεύουν σταδιακά με τα χρόνια. Οι απαιτήσεις της ελιάς σε κάλιο είναι υψηλές και για αυτό τον λόγο η λίπανση με κάλιο πρέπει να γίνεται τακτικά ανάλογα με τις εκροές του στοιχείου. Ελλείψεις μαγνησίου και ψευδαργύρου έχουν βρεθεί αρκετές φορές διεθνώς στην ελιά και είναι πιθανή η ανάγκη λίπανσης με τα ανωτέρω στοιχεία πολλών εντατικών ελαιώνων. Το βόριο είναι το στοιχείο που λείπει πολύ συχνά από πολλές περιοχές καλλιέργειας της ελιάς στην Ελλάδα. Το βόριο βοηθά στην καλύτερη προσρόφηση και μετακίνηση των άλλων ανόργανων στοιχείων και για αυτό βοηθά σημαντικά στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα του ελαιόδεντρου.
Συνοψίζοντας, σε γενικές γραμμές προτείνεται με την εφαρμογή περίπου 0,8-1 kg αζώτου ανά δέντρο και έτος σε κανονικής καρποφορίας αρδευόμενους ελαιώνες και περίπου 0,6 kg αζώτου ανά δέντρο και έτος για κανονικής παραγωγής ξερικούς ελαιώνες. Χρονιές με μειωμένη παραγωγή η λίπανση μειώνεται στο μισό. Πολύ σημαντικό ρόλο στην λίπανση της ελιάς αποτελεί και η εποχή που θα γίνει. Έτσι στους ξερικούς ελαιώνες με λίγες βροχοπτώσεις προτείνεται η εφαρμογή των λιπαντικών στοιχείων (κυρίως αζώτου) τον Ιανουάριο, ώστε αυτό να είναι διαθέσιμο τον Απρίλιο. Σε περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις του Φεβρουαρίου και Μαρτίου είναι συνήθως σημαντικές (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα) η ανωτέρω λίπανση θα ήταν καλό να γίνει αρχές Μαρτίου, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες από έκπλυση. Σε αρδευόμενους ελαιώνες η λίπανση με κάλιο και δευτερευόντως φωσφόρου μπορεί να γίνεται το χειμώνα, αν και η εφαρμογή του καλίου αρχές Αυγούστου, μέσω του συστήματος άρδευσης, είναι πιο αποτελεσματική. Επίσης, η αζωτούχος πρέπει να εφαρμόζεται εν μέρει τον Απρίλιο και εν μέρει με τις θερινές αρδεύσεις. Τέλος, η εφαρμογή βορίου μπορεί να γίνει το χειμώνα από εδάφους με τη μορφή βόρακα και διαφυλλικά, την άνοιξη με υδατοδιαλυτές μορφές βορίου σε συνδυασμό με τον ψεκασμό κατάλληλων χαλκούχων σκευασμάτων ή εντομοκτόνων.
Άρδευση
Η άρδευση είναι αναγκαία σε ελαιώνες με ετήσια βροχόπτωση κάτω από 400 mm, σε νέους εντατικούς ελαιώνες (25-40 φυτά/στρέμμα) και σε φτωχά εδάφη με μικρή υδατοϊκανότητα Oι κρίσιμοι περίοδοι όσο αφορά τις ανάγκες σε νερό της ελιάς είναι α) η περίοδος διαμόρφωσης των οφθαλμών (Φεβρουάριος-μέσα Μαρτίου), β) η περίοδος άνθησης και καρπόδεσης (μέσα Απριλίου-Ιούνιος) και γ) η περίοδος σκλήρυνσης του πυρήνα και ταχείας αύξηση του καρπού (Ιούλιος–Σεπτέμβριος). Οι δύο πρώτες περίοδοι για τις συνθήκες της Ελλάδας καλύπτονται από τις βροχές του χειμώνα και της άνοιξης. Όταν οι βροχές του χειμώνα είναι περιορισμένες η άρδευση είναι αναγκαία και πριν την έναρξη της άνθησης (Απρίλιος–μέσα Μαΐου), για να εξασφαλιστεί επαρκής υγρασία κατά την άνθηση. Η τρίτη φάση (από την έναρξη σκλήρυνσης του πυρήνα μέχρι τέλος ταχείας αύξησης) δηλ. μέσα Ιουλίου μέχρι Σεπτέμβριο ή και Οκτώβριο, εξυπηρετείται αναγκαστικά με άρδευση. H υπερβολική άρδευση στο στάδιο της καρπόδεσης μπορεί να προκαλέσει έκπλυση του αζώτου. H επάρκεια υγρασίας την περίοδο βλάστησης (Μάρτιος–Ιούνιος και Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) τείνει να μειώσει την παρενιαυτοφορία.
Η ορθολογική άρδευση στην ελιά αυξάνει την παραγωγή επειδή αυξάνει το μέγεθος των καρπών και τον αριθμό καρπών ανά φυτό, αυξάνει ή δεν επηρεάζει στις περισσότερες περιπτώσεις την ελαιοπεριεκτικότητα και την συνολική παραγωγή λαδιού ανά φυτό, αλλά καθυστερεί την ωρίμανση (βαθμιαία αλλαγή χρώματος και η μέγιστη ελαιοπεριεκτικότητα επιτυγχάνεται αργότερα. Τελικά η άρδευση αυξάνει την παραγωγή από 30 μέχρι και 100% σε πολλές περιπτώσεις. Όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά η ορθολογική άρδευση δεν επηρεάζει σημαντικά τα ακόρεστα οξέα (ολεϊκό, λινολεϊκό, λινολενικό), την περιεκτικότητα σε κεκορεσμένα λιπαρά οξέα τα υπεροξείδια, την περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες τα K232, K220, οξύτητα τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Η άρδευση είναι αναγκαία στις ποικιλίες επιτραπέζιας ελιάς, όπου είναι επιθυμητό το μεγάλο μέγεθος των καρπών.
Η μέθοδος που πρέπει να εφαρμόζεται για την άρδευση της ελιάς είναι η άρδευση με σταγόνες επειδή εξασφαλίζει οικονομία νερού, αξιοποιεί τις μικρές παροχές, εφαρμόζεται σε επικλινή εδάφη και δημιουργεί καλύτερες συνθήκες απορρόφησης νερού από το φυτό. Για τα μέσης σύστασης εδάφη είναι επαρκής μια γραμμή άρδευσης ανά σειρά δένδρων με σταλακτήρες 4 λ/ω ανά μέτρο ή 0,75 μ. Σε ελαφρά εδάφη πρέπει να υπάρχει και δεύτερη γραμμή άρδευσης ή να χρησιμοποιηθούν 1-2 μικρο-εκτοξευτήρες, ανάλογα με την παροχή του και την ακτίνα διαβροχής.
Η “άρδευση ακριβείας” συμβάλλει στην ακριβή εφαρμογή του νερού άρδευσης σε ποσότητα και χρόνο στην καλλιέργεια της ελιάς, ομοιόμορφα σε όλο τον αγρό. Στόχος είναι η βελτιστοποίηση της χρήσης νερού και λιπασμάτων, η επίτευξη μεγαλύτερης αποδοτικότητας ανά μονάδα επιφάνειας και η σημαντική βελτίωση της ποιότητας. Ο υπολογισμός του νερού υπολογίζεται με τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στον αγρό, δηλαδή τον τύπο του εδάφους, την ηλικία των δέντρων, το σύστημα άρδευσης, την ποιότητα του νερού, την διαθεσιμότητα του νερού και τις καιρικές συνθήκες. Ο κάθε παραγωγός λαμβάνει ένα μήνυμα στο κινητό του πότε πρέπει να ποτίσει τις ελιές του και πόσο νερό πρέπει να δώσει. Εφαρμόζεται ήδη με επιτυχία σε 6 Ομάδες παραγωγών στην Κρήτη και μεμονωμένους παραγωγούς στην λοιπή Ελλάδα και έχει ως αποτέλεσμα σημαντική οικονομία νερού με σε σχέση με τη μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη εμπειρική άρδευση, αλλά και βελτιστοποίηση της εδαφικής υγρασίας στο έδαφος (δεν υπάρχουν ακραίες συνθήκες υδατικού ελλείμματος).
ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η ελαιοκαλλιέργεια στις Μεσογειακές χώρες και την Ελλάδα έχει ένα πολυλειτουργικό ρόλο, όταν εφαρμόζονται οι ορθές πρακτικές κατά την παραγωγική διαδικασία. Εκτός από τον οικονομικό ρόλο που αφορά στην παραγωγή ελαιοκομικών προϊόντων, έχει και κοινωνικό ρόλο αφού κρατά τους αγρότες στις οριακές και λοφώδεις περιοχές καθώς και περιβαλλοντικό, δεδομένου ότι προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση και τις καθιζήσεις. Επιπλέον μειώνει τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών, δεδομένου ότι οι ελαιώνες παρέχουν την πράσινη κάλυψη, όταν διατηρούνται καθαροί.
Η καλλιέργεια της ελιάς και η παραγωγή ελαιοκομικών προϊόντων (ελαιολάδων, επιτραπέζιων ελιών, κλπ) συνδέεται με ποικίλες θετικές και αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Οι κύριοι τομείς που συνδέονται με την καλλιέργεια της ελιάς είναι: το έδαφος, το νερό, η βιοποικιλότητα και το τοπίο.
Διάβρωση του εδάφους και υποβάθμιση της γονιμότητας
Η διάβρωση του εδάφους είναι μία από τις βασικές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συσχετίζονται με την ελαιοκαλλιέργεια, όταν αυτή γίνεται σε εντατικό βαθμό και δεν εφαρμόζονται οι ορθές πρακτικές καλλιέργειας. Η διάβρωση μειώνει την παραγωγική ικανότητα του εδάφους, οδηγώντας έτσι σε μειωμένη παραγωγικότητα, που με τη σειρά της οδηγεί σε αυξημένη χρήση λιπασμάτων. Επιπρόσθετα μπορεί να προκαλέσει την απορροή επιφανειακού στρώματος εδάφους, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, τα οποία παρασύρονται προς τους υδάτινους αποδέκτες. Σε ακραίες περιπτώσεις, η διάβρωση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ερημοποίηση ή σοβαρή υποβάθμιση της γης. Όλα τα παραπάνω είναι αποτελέσματα του συνδυασμού πολλών παραγόντων, όπως: ο τύπος εδάφους, η βροχόπτωση και οι ακατάλληλες γεωργικές πρακτικές.
Στους επικλινείς ελαιώνες η κατασκευή αναβαθμίδων είναι η κοινή πρακτική για να συγκρατείται το έδαφος και να αποφεύγεται η διάβρωση. Το εποχιακό όργωμα, εφόσον απαιτείται, να γίνεται κάθετα στην κλίση. Όταν δεν κατασκευάζονται ξερολιθιές μεταξύ των αναβαθμίδων, αφήνεται η ανάπτυξη άγριας βλάστησης και θάμνων στα άκρα τους, που προστατεύουν από τη διάβρωση. Στα πλαίσια το έργου DESERTNET 2 της Ε.Ε. εκτιμήθηκε ο κίνδυνος ερημοποίησης σε ελαιώνες στην Κρήτη, σε σχέση με τις εφαρμοζόμενες πρακτικές καλλιέργειας της ελιάς στην περιοχή. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 70,9 % των εκτάσεων με ελαιώνες δεν αντιμετωπίζει κανένα κίνδυνο ερημοποίησης, το 23,8% είναι σε χαμηλό κίνδυνο και μόνο το 5,3% είναι σε αυξημένο κίνδυνο λόγω μη εφαρμογής των Κωδίκων Ορθής Γεωργικής Πρακτικής.
Ρύπανση επιφανειακών και υπόγειων υδάτων
Στους ελαιώνες, ιδιαίτερα τους επικλινείς, που εφαρμόζεται μηχανική κατεργασία του εδάφους
η απορροή επιφανειακού εδάφους στους ταμιευτήρες λόγω της διάβρωσης του εδάφους μπορεί να ρυπάνει τα επιφανειακά ύδατα και να μειώσει την χωρητικότητά τους.
Επιπλέον, η υπερβολική εφαρμογή λιπασμάτων αζώτου και φωσφόρου και άλλων αγροχημικών ουσιών μπορεί να δημιουργήσει ρύπανση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων με επικίνδυνες χημικές ενώσεις. Η εφαρμογή ορθών γεωργικών πρακτικών στην ελαιοκαλλιέργεια, όπως η διαχείριση του εδάφους, η άρδευση και η χρήση αγροχημικών, θα οδηγούσε σε μειώσεις του κόστους παραγωγής και σε βελτιωμένη προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας.
Συμπίεση εδάφους
Με τη διέλευση αγροτικών οχημάτων και τρακτέρ από τους ελαιώνες, ειδικά τους χειμερινούς μήνες που το έδαφος είναι υγρό, το έδαφος συμπιέζεται με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η δομή του και να δυσκολεύει η είσοδος αέρα στους εδαφικούς πόρους, μια διαδικασία που είναι καθοριστική για τη γονιμότητα του εδάφους. Σε ελαιώνες όπου ο κίνδυνος συμπίεσης του εδάφους είναι μεγάλος ή το έδαφος παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής συμπίεση (τροχοσυμπίεση, αροτροσυμπίεση) πρέπει να λαμβάνονται και να τηρούνται ειδικά μέτρα με τα οποία εκμηδενίζεται ή ελαχιστοποιείται η πιθανότητα εκδήλωσης του φαινόμενου. Στα ευαίσθητα εδάφη (αργιλώδη, αργιλοπηλώδη) ενθαρρύνεται η καλλιέργεια και, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, συνίσταται η μειωμένη μηχανική κατεργασία του εδάφους.
Η κατανάλωση νερού για άρδευση
Η οικονομική καλλιέργεια της ελιάς και η παραγωγή ελαιοκομικών προϊόντων συνδέεται άρρηκτα με την ορθολογική άρδευση στην περιοχή της Μεσογείου, ιδιαίτερα λόγω της εντατικοποίησης και της κλιματικής αλλαγής. Η άρδευση εφαρμόζεται αναγκαστικά στις ποικιλίες επιτραπέζιας ελιάς, όπου είναι επιθυμητό το μεγάλο μέγεθος των καρπών, αλλά και στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες. Η αυξανόμενη ζήτηση για νερό άρδευσης οδηγεί έμμεσα σε ένα αρνητικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Ωστόσο, η ελιά είναι μια μη υδροβόρος καλλιέργεια, που με συμπληρωματική άρδευση με μικρή ποσότητα παράγει οικονομικά σε συνήθως οριακά εδάφη, όπου δεν θα επιβίωνε οιαδήποτε άλλη καλλιέργεια. Η δημιουργία μικρών δεξαμενών ή λιμνοδεξαμενών νερού, αξιοποιώντας τις τοπικές απορροές για το πότισμα των ελαιοκομικών εκτάσεων μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα, όταν η κατασκευή τους γίνεται με βάση τους περιβαλλοντικούς όρους.
Κλιματική αλλαγή
Η συνηθισμένη πρακτική διαχείρισης των κλαδιών, μετά το κλάδεμα των ελαιόδεντρων, είναι η καύση τους στο χωράφι. Αυτή η πρακτική έχει πολλά μειονεκτήματα, τα κυριότερα των οποίων είναι η απελευθέρωση στην ατμόσφαιρα αερίων θερμοκηπίου και η καταστροφή ενός πολύτιμου οργανικού υλικού. Η πρακτική που συνίσταται είναι ο θρυμματισμός των κλαδιών και η απόθεσή τους στο έδαφος, ώστε μακροπρόθεσμα να αυξηθεί η οργανική ουσία του εδάφους, ενώ άμεσα είναι η μείωση απωλειών εδαφικής υγρασίας και ο περιορισμός ανάπτυξης ζιζανίων κατά την περίοδο αυξημένων υδατικών και θρεπτικών αναγκών της ελιάς (άνοιξη-καλοκαίρι).
Οι ελαιώνες έχουν επίσης έναν σημαντικό ρόλο στο να μετριάζουν τη ζημιά που προκαλείται από το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», μέσω του θετικού ρόλου στην ατμοσφαιρική σταθεροποίηση του CO2. Υπάρχει επίσης μια θετική περιβαλλοντική επίδραση με τη παραγωγή κομπόστας από τα υποπροϊόντα της ελιάς, όπως η πυρήνα, τα φύλλα, τα υπολείμματα κλαδέματος, τα οποία χρησιμοποιούνται για την βελτίωση του εδάφους ή/και ως οργανικό λίπασμα για την ελιά και άλλες καλλιέργειες.
Επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα
Οι εντατικές γεωργικές μέθοδοι που εφαρμόζονται για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής (εντατική χρήση εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων) επηρεάζουν αρνητικά την επιφανειακή χλωρίδα και τους πληθυσμούς εντόμων, μειώνοντας την ποικιλότητα και τους αριθμούς τους. Ορισμένα από τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια ελιάς, κατηγορούνται επίσης για τη μείωση των ειδών εντόμων, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών που βοηθούν στον έλεγχο των ειδών ζιζανίων. Η αναφύτευση ελαιόδεντρων για την αύξηση της παραγωγής ελιάς, που συχνά συνοδεύεται από απομάκρυνση της φυσικής βλάστησης και απώλεια των ορίων των χωραφιών και των ξερολιθιών, έχει επίσης οδηγήσει σε σημαντική απώλεια της άγριας ζωής. Η επέκταση των ελαιώνων συνήθως γίνεται σε βάρος των φυσικών ή ημι-φυσικών δασικών εκτάσεων και άλλης βλάστησης με υψηλή αξία διατήρησης.
Εχθροί και ασθένειες
Οι κυριότεροι εχθροί της ελιάς κατά σειρά γεωργικού και οικονομικού ενδιαφέροντος είναι:
Ο δάκος (Bactrocera oleae)
Είναι ένα μικρό δίπτερο μήκους 5mm με χαρακτηριστικό γνώρισμα μία σκοτεινή κηλίδα στην άκρη κάθε πτέρυγας. Έχει 3-5 γενεές το έτος. Διαχειμάζει κυρίως ως νύμφη σε πεσμένους καρπούς στο έδαφος ή σε μικρό βάθος εντός του εδάφους και ως ενήλικο σε προφυλαγμένες θέσεις. Η ωοτοκία αρχίζει όταν ο καρπός πλησιάζει στο τελικό του μέγεθος (αρχές Ιουλίου). Κατά κανόνα εισάγει ένα αυγό ανά καρπό και σε περιπτώσεις πυκνού πληθυσμού ή λίγων καρπών παρατηρούνται και περισσότερες αποθέσεις αυγών ανά καρπό. Με την πτώση της θερμοκρασίας, τέλη φθινοπώρου-αρχές χειμώνα, σταματάει η ωοτοκία.
Η προνύμφη ανοίγει στοά στο μεσοκάρπιο και όταν συμπληρώσει την ανάπτυξή της γίνεται νύμφη, μέσα στον καρπό το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο στο έδαφος.
Οι ζημιές που προκαλούνται στον καρπό οφείλονται κυρίως στη προνύμφη που κατατρώει το μεσοκάρπιο και δευτερευόντως στο τέλειο θηλυκό του οποίου τα άγονα νύγματα αποτελούν πύλες εισόδου διαφόρων μυκήτων, όπως του μύκητα Camarosporium dalmaticum που προκαλεί την ξεροβούλα στις άγουρες και τη σαπιοβούλα στις ώριμες ελιές.
Η καταπολέμηση γίνεται στο μεγαλύτερο μέρος της από συνεργεία εκτέλεσης της δακοκτονίας..
Για την παρακολούθηση του πληθυσμού αναρτώνται παγίδες στα δένδρα περί τις αρχές Ιουνίου, οι οποίες ελέγχονται ανά πενθήμερο. Όταν ο πληθυσμός που θα συλληφθεί κριθεί επικίνδυνος επεμβαίνουν τα συνεργεία με δολωματικούς ψεκασμούς. Αν η καταπολέμηση δεν είναι επιτυχής η οικονομική ζημιά μπορεί να ξεπεράσει και το 60% (σε ποσότητα και ποιότητα).
Ο πυρηνοτρήτης (Prays oleae).
Είναι μια μικρή τεφρόλευκη ή ανοιχτοκάστανη πεταλούδα μήκους 6-6,5 mm και άνοιγμα πτερύγων 13-15mm. Η προνύμφη είναι πρασινοκάστανη ή πρασινότεφρη με τελικό μήκος 7-8,5 mm. Έχει 3 γενεές το έτος, όπου κάθε γενεά προσβάλλει διαφορετικό όργανο του φυτού. Η φυλλόβια που κατατρώει τα φύλλα και τις τρυφερές κορυφές, η ανθόβια που τρώει τους ανθήρες και η καρπόβια υπό μορφή πεταλούδας που γεννά τα αυγά της στους νεαρούς καρπούς όπου μπαίνουν μέσα στον πυρήνα. Σε όσους καρπούς δεν πέσουν, κατατρώει τις κοτυληδόνες και ανοίγει στοά εξόδου πλησίον του ποδίσκου και πέφτουν κατά το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο.
Το λεκάνιο (Saissetia oleae)
Προσβάλλει τα κλαδιά και τα φύλλα, από όπου απομυζεί τους φυτικούς χυμούς. Επιπλέον, στα μελιτώδη εκκρίματα του κοκκοειδούς τρέφεται ο δάκος και αναπτύσσονται οι μύκητες της καπνιάς, δυσχεραίνοντας όλες τις φυσιολογικές λειτουργίες (αναπνοή, διαπνοή, φωτοσύνθεση) των δένδρων. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του εντόμου είναι ο σχηματισμός. ενός ανάγλυφου στη ραχιαία επιφάνεια του θηλυκού. Το λεκάνιο συμπληρώνει μία γενεά το χρόνο, αλλά σε περιοχές με ευνοϊκό κλίμα και δεύτερη. Η δεύτερη γενεά παρατηρείται κυρίως σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες και αρδευόμενους ελαιώνες, όπου ο ηπιότερος καιρός και η μεγαλύτερη υγρασία επιτρέπουν ταχύτερη ανάπτυξη. Το λεκάνιο διαχειμάζει ως ανώριμο ακμαίο ή αναπτυγμένη προνύμφη (ΙΙ και ΙΙΙ σταδίου).
Η Καλόκορη (Calocoris trivialis)
Το τέλειο είναι σαν μικρή στενόμακρη βρομούσα 7-8 mm χρώματος τεφροπράσινου έως καστανού. Έχει μία γενεά το έτος. Διαχειμάζει ως αυγό σε ρωγμές ή παλιές τομές κλαδέματος. Η εκκόλαψη γίνεται Φεβρουάριο-Μάρτιο, όταν οι νεαρές προνύμφες κατεβαίνουν στο έδαφος και τρέφονται από ποώδη φυτά (τρώνε τις ανθοταξίες). Από το Μάρτιο μέχρι τον Απρίλιο τα νεαρά τέλεια ανεβαίνουν στα δένδρα όπου μυζούν την τρυφερή βλάστηση και τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Η ωοτοκία γίνεται Απρίλιο-Μάιο.
Ρυγχίτης (Rhynchites cribripennis)
Ο ρυγχίτης είναι ένα μικρό κολεόπτερο μήκους 5-6 mm με χαρακτηριστικό ρύγχος. Ολοκληρώνει μια γενεά σε 2 χρόνια. Διαχειμάζει ως ανεπτυγμένη προνύμφη στο έδαφος τον πρώτο χειμώνα και ως τέλειο στο έδαφος το δεύτερο χρόνο. Τα τέλεια αυτά βγαίνουν από το έδαφος Απρίλιο-Μάιο και φτάνουν στο φύλλωμα όπου τρέφονται για λίγες εβδομάδες από τα τρυφερά φύλλα και τις κορυφές των νεαρών βλαστών. Όταν δημιουργηθούν οι καρποί τρέφονται απ’ αυτούς τρυπώντας με το ρύγχος τη σάρκα και προκαλούν πρώιμη καρπόπτωση. Τον Ιούλιο-Αύγουστο, αφού ανοίγει μία οπή μέχρι το ενδοκάρπιο (πυρήνα) τοποθετεί με τον ωοθέτη ένα αυγό, το οποίο σε 10 ημέρες εκκολάπτεται και η νεαρή προνύμφη ορύσσει στοά που φτάνει στο σπέρμα το οποίο τρώει. Οκτώβριο-Νοέμβριο οι προνύμφες έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξή τους, εγκαταλείπουν τον καρπό και μπαίνουν στο έδαφος όπου παραμένουν ως το τέλος του επόμενου θέρους ή αρχές φθινοπώρου οπότε νυμφώνεται. Την επόμενη άνοιξη βγαίνουν τα τέλεια.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω εχθρών πλην δάκου και κοκκοειδών, εκτελούνται ψεκασμοί τον Μάρτιο, Απρίλιο πριν το άνοιγμα των ανθέων και τέλη Μαΐου-πρώτο 10ήμερο Ιουνίου με εγκεκριμένα εντομοκτόνα. Τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των εχθρών της ελιάς έχουν αρνητική επίπτωση στο περιβάλλον και το κόστος αποκατάστασης της ζημιάς είναι σημαντικό.
Οι κυριότερες ασθένειες της ελιάς κατά σειρά γεωργικού και οικονομικού ενδιαφέροντος είναι:
Κυκλοκόνιο (Cycloconium oleaginum)
Η ασθένεια οφείλεται στο μύκητα Cycloconium oleaginum και προκαλεί μεγάλη εξασθένιση των δένδρων λόγω της μεγάλης φυλλόπτωσης και μείωση της παραγωγής μέχρι ακαρπίας. Προσβάλλει τα φύλλα, τους μίσχους των φύλλων και τους ποδίσκους των ταξιανθιών. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι οι κηλίδες στα φύλλα με διάμετρο 2-12 mm. Συνθήκες κατάλληλες για προσβολή αποτελούν η υψηλή υγρασία και θερμοκρασία 7-30 οC με άριστη θερμοκρασία 16-20 οC. Η αντιμετώπιση γίνεται με προληπτικούς ψεκασμούς κυρίως με χαλκούχα (βορδιγάλειο πολτό). Συνήθως διενεργούνται δύο ψεκασμοί. Ο πρώτος αρχές φθινοπώρου πριν την έναρξη των βροχών και ο δεύτερος αρχές της άνοιξης.
Γλοιοσπόριο (Gleosporium olivarum)
Προσβάλλει κυρίως τους καρπούς κοντά στην ωρίμανση ή ώριμους. Η προσβολή αρχίζει κυρίως από την κορυφή του καρπού ή το σημείο πρόσφυσής του με τον ποδίσκο. Στην αρχή εμφανίζεται κηλίδα καστανοϊώδης, η οποία εξαπλώνεται και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του καρπού. Το προσβεβλημένο μέρος του καρπού βυθίζεται ρυτιδώνεται και σε λίγες ημέρες εμφανίζονται οι καρποφορίες του μύκητα σαν μαύρα στίγματα, σε ομόκεντρους κύκλους. Οι ευνοϊκότερες θερμοκρασίες για τη βλάστηση των σπορίων του μύκητα (εντός 2-4 ωρών) είναι μεταξύ 10-25 οC. Οι θερμοκρασίες που αναπτύσσεται ο μύκητας είναι μεταξύ 0-29 οC με ευνοϊκότερους τους 25 οC. Για τη μόλυνση των καρπών είναι απαραίτητη η ύπαρξη σταγόνας νερού ή πολύ υψηλής σχετικής υγρασίας (92-100% για 48-120 ώρες). Η αντιμετώπιση γίνεται με προληπτικούς ψεκασμούς με χαλκούχα (βορδιγάλειο πολτό κ.α.) τέλη Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου.
Βερτισίλλιο (Verticillium dahliae)
Η βερτισιλλιώση οφείλεται στο μύκητα Verticillium dahliae που επιβιώνει στο έδαφος με τη μορφή μικροσκληρωτίων για 8 – 14 έτη. Η μόλυνση μπορεί να προκληθεί είτε με απευθείας είσοδο του μύκητα από τις λεπτές ρίζες, είτε πιο εύκολα από πληγές που γίνονται στις ρίζες από τα καλλιεργητικά μηχανήματα, τους νηματώδεις και τα έντομα. Η εκδήλωση της ασθένειας πραγματοποιείται κατά το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Νοεμβρίου με ξήρανση κλαδίσκων, βραχιόνων ή και ολόκληρου του δένδρου. Οι μόνοι τρόποι καταπολέμησης είναι ορισμένα καλλιεργητικά μέτρα, όπως η απομάκρυνση και η καταστροφή προσβεβλημένων κλαδίσκων πριν πέσουν στο έδαφος τα φύλλα, η αποφυγή δημιουργίας πληγών στις ρίζες κατά τη διάρκεια κατεργασίας του εδάφους, η εκρίζωση των αποξηραμένων δέντρων και στη συνέχεια η απολύμανση του εδάφους.
Καρκίνωση ή φυματίωση της ελιάς (Pseudomonas savastanoi)
Η ασθένεια οφείλεται στο βακτήριο Pseudomonas savastanoi και είναι διαδεδομένη σε όλες τις ελαιοκομικές περιοχές. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο σχηματισμός εξογκωμάτων στους κλαδίσκους, μεγάλους κλάδους, στον κορμό, στις ρίζες και σπανιότερα στα φύλλα. Η μόλυνση γίνεται κυρίως μέσω των τραυμάτων που δημιουργούνται από παγετό, χαλάζι και το ράβδισμα γίνεται κατά τη συγκομιδή. Η αντιμετώπιση γίνεται με ψεκασμούς με χαλκούχα φάρμακα αμέσως μετά τη δημιουργία τραυμάτων (χαλάζι, παγετός, ράβδισμα). Πρέπει να αποφεύγεται το ράβδισμα και το κλάδεμα σε υγρό και βροχερό καιρό.
Συγκομιδή
Η συγκομιδή αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μέρος στην διαδικασία παραγωγής της ελιάς και είναι η πιο δαπανηρή από τις καλλιεργητικές εργασίες, αφού αντιπροσωπεύει το 50 –60% του συνολικού καλλιεργητικού κόστους. Οι ελιές συγκομίζονται είτε με το χέρι, είτε μηχανικά. Η συγκομιδή με το χέρι εφαρμόζεται στις επιτραπέζιες ελιές, προς αποφυγή τραυματισμών των καρπών και υποβάθμιση της ποιότητας (είναι όμως χρονοβόρα και πολύ δαπανηρή). Η μηχανική συγκομιδή γίνεται κυρίως στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες.
Ένας ακόμα παράγων που παίζει σημαντικό ρόλο στην ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου είναι ο χρόνος συγκομιδής. Πιο αναλυτικά, η συγκομιδή του καρπού πριν από τη φυσιολογική ωρίμανση θα δώσει λιγότερη ποσότητα ελαιολάδου, αλλά πολύ υψηλής ποιότητας. Ελαιόλαδο που προέρχεται από υγιή μη ώριμο καρπό έχει άριστα χημικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και ξεχωρίζει εύκολα από το βαθύ πράσινο χρώμα του και τη χαρακτηριστική γεύση φρεσκάδας που δίνει στο στόμα (αγουρέλαιο). Όταν ο ελαιόκαρπος συγκομίζεται υπερώριμος παράγεται χαμηλής ποιότητας ελαιόλαδο. Οι καρποί που πέφτουν πρόωρα στο έδαφος (χαμάδες) λόγω προσβολών ή ξηρασίας, θα πρέπει να μαζεύονται πρώτοι και να μην αναμειγνύονται με τους άλλους γιατί δίνουν ελαιόλαδο υποβαθμισμένης ποιότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εποχή συγκομιδής έχει επίδραση και στην παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Πιο συγκεκριμένα, όταν οι καρποί μένουν για μεγάλη περίοδο πάνω στα δέντρα, η ανθοφορία των δέντρων την επόμενη χρονιά είναι αρκετά περιορισμένη. Όταν οι καρποί συγκομίζονται πράσινοι, ή νωρίς κατά την περίοδο ωρίμανσής τους για επιτραπέζια χρήση (αλλά όχι μετά τα μέσα Οκτωβρίου), τότε η παραγωγή της επόμενης χρονιάς είναι μεγαλύτερη από εκείνη των δένδρων που συγκομίστηκαν αργότερα. Η εποχή και οι τεχνικές συγκομιδής παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο και στην μείωση του πληθυσμού του δάκου. Η παραμονή των καρπών πάνω στα δέντρα δίνει τη δυνατότητα στο δάκο να συνεχίσει την ωοτοκία και την αναπαραγωγική του δραστηριότητα μεταξύ του τέλους μιας καλλιεργητικής περιόδου και της αρχής της επόμενης με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας ανοιξιάτικης γενιάς. Για τον ίδιο λόγο, η συλλογή των καρπών αγριελιάς από όλα τα γειτονικά δέντρα θεωρείται απαραίτητη.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας:
Σημαντικό ρόλο στην επιλογή της περιόδου συγκομιδής παίζει η χρήση και η μέθοδος επεξεργασίας του ελαιοκάρπου, δηλαδή αν θα χρησιμοποιηθεί για παραγωγή επιτραπέζιων ελιών ή για την παραγωγή ελαιολάδου.
- Επιτραπέζιες ελιές
Τα χαρακτηριστικά της συγκομιδής μιας καλής ποιότητας επιτραπέζιας ελιάς είναι:
- ο λόγος του βάρους σάρκας προς το βάρος πυρήνα να είναι μεγάλος (7/1 ή και 10/1)
- η λεπτή επιδερμίδα και η συνεκτική σάρκα που δεν μαλακώνει και δεν αλλοιώνεται κατά την επεξεργασία
- η υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα, τα οποία είναι απαραίτητα κατά τη γαλακτική ζύμωση
- η χαμηλή ελαιοπεριεκτικότητα διότι οξειδώνεται το λάδι και οι ελιές ταγγίζουν
- η καλή εμφάνιση, το σχήμα και το χρώμα του καρπού
Καρποί που θα επεξεργαστούν πράσινοι συγκομίζονται όταν το βαθύ πράσινο χρώμα ξεθωριάσει και έχει γίνει ανοιχτό πράσινο και η συγκομιδή σταματά όταν ο φλοιός πάρει αχυρένιο χρώμα. Έτσι, οι πράσινες ελιές συγκομίζονται ενώ είναι ακόμα άγουρες (πριν ακόμη γαλατώσουν), προς τα τέλη Σεπτεμβρίου με μέσα Οκτωβρίου, ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή. Οι ελιές που θα καταναλωθούν ως μαύρες συγκομίζονται αργότερα, όταν η σάρκα μαυρίζει σε βάθος μέχρι τα 2/3, αλλά πριν αρχίσει να μαλακώνει. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (θρούμπες, μαύρες αλατισμένες) οι καρποί αφήνονται να υπερωριμάσουν.
- Ελαιοποιήσιμες ελιές
Ο χρόνος συγκομιδής εξαρτάται από την ποικιλία, το μικροκλίμα της περιοχής, την επιδιωκόμενη ποιότητα ελαιολάδου, την ελαιοπεριεκτικότητα του καρπού, το φορτίο των ελαιοδέντρων και αν είναι αρδευόμενη ή μη. Η χρονική περίοδος που είναι η πιο κατάλληλη, διαφέρει μεταξύ ποικιλιών, έτσι η Μαυρελιά που καλλιεργείται στη Μεσσηνία είναι πρώιμης ωρίμασης και μαζεύεται νωρίς τον Οκτώβριο γιατί αργότερα παρατηρείται σημαντική καρπόπτωση αλλά και υποβάθμιση της ποιότητας. Αντίθετα, η Μαστοειδής και η Κορωνέϊκη που καλλιεργούνται στην Κρήτη και την Πελοπόννησο είναι όψιμες και δεν ωριμάζουν όλοι οι καρποί ταυτόχρονα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συγκομιδή του καρπού ξεκινάει αργότερα. Η ελαιοπεριεκτικότητα του καρπού αυξάνει μέχρι 165-180 ημέρες από την καρπόδεση και στη συνέχεια παραμένει σταθερή, ενώ οι πολυφαινόλες μειώνονται πολύ γρήγορα.
Στις μη αρδευόμενες καλλιέργειες (ξερικές) η αλλαγή του χρώματος του καρπού δεν είναι αξιόπιστο κριτήριο για τη συγκομιδή. Σε αρδευόμενους ελαιώνες η αλλαγή του χρώματος του 50% τουλάχιστον των καρπών του δέντρου από πράσινο σε κίτρινο-πράσινο ή ιώδες είναι ένα κριτήριο για την συγκομιδή του ελαιόκαρπου για παραγωγή ποιοτικού ελαιολάδου. Η
πρωιμότερη συγκομιδή, πριν την πλήρη αλλαγή του χρώματος του καρπού, είναι προτιμότερη, γιατί μειώνει τον κίνδυνο ζημιάς των καρπών από τα προσβολές και την απώλεια της παραγωγής από καρπόπτωση και δίνει υψηλότερης ποιότητας ελαιόλαδο.
Επιπλέον, με τη μηχανική συγκομιδή όλοι οι καρποί, ανεξαρτήτως ομοιομορφίας ωρίμανσης, συλλέγονται από το δέντρο μια φορά. Η ταχύτητα της μηχανικής συλλογής συντομεύει σημαντικά τη συλλεκτική περίοδο, επομένως ο χρόνος συλλογής με βάση τη μέγιστη συσσώρευση λαδιού, είναι πολύ σημαντικός.
Η συγκομιδή γίνεται συνήθως από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι και το Δεκέμβριο, ανάλογα με την ποικιλία, την περιοχή και τη χρονιά.
Μέθοδοι Συγκομιδής
Η συγκομιδή της ελιάς γίνεται με το χέρι, με την χρήση εργαλείων ή μηχανικά.
Η συγκομιδή με το χέρι θεωρείται η καλύτερη μέθοδος, γιατί δεν προκαλεί τραυματισμούς στον καρπό ή το δέντρο. Εφαρμόζεται στους καρπούς που προορίζονται για επιτραπέζια χρήση, προς αποφυγή τραυματισμών τους και υποβάθμιση της ποιότητας (χρονοβόρα και πολύ δαπανηρή διαδικασία).
Η συγκομιδή με τη χρήση εργαλείων ή μηχανικά γίνεται κυρίως στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες. Οι μέθοδοι που εφαρμόζονται είναι:
(1) με τη χρήση πλαστικών ή μηχανικών χτενιών (με μπαταρία ή αέρα) και συλλεκτικά πανιά (ελαιόπανα) ή δίχτυα που στρώνονται κάτω από τα δένδρα
(2) με ραβδισμό με ξύλινα ραβδιά ή πλαστικές παλάμες και συλλεκτικά πανιά (ελαιόπανα) ή δίχτυα που στρώνονται κάτω από τα δένδρα (κίνδυνος τραυματισμών και προσβολής από το βακτήριο Pseudomonas savastanoi)
(3) με πλαστικά μόνιμα απλωμένα δίχτυα και συλλογή των καρπών πάνω από αυτά με ανασήκωμά τους κατά διαστήματα 5-10 ημερών, ανάλογα με το ρυθμό πτώσης του καρπού (παρουσιάζει δυσκολίες στην εφαρμογή λόγω εμποδίων, όπως χόρτα και αγκάθια και η ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου είναι υποβαθμισμένη)
(4) με ελαιοραβδιστικά μηχανήματα που ραβδίζουν τους καρποφόρους βλαστούς των ελαιόδεντρων για απόσπαση του ελαιοκάρπου, που συλλέγεται σε πλαστικά δίχτυα που είναι απλωμένα κάτω από τα ελαιόδεντρα. Το ελαιοραβδιστικό αποτελείται ένα κινητήρα (βενζίνης, ηλεκτρικό), το μηχανισμό του που ραβδίζει (κοντάρι & περιστρεφόμενο τύμπανο ή κεφαλή) και το σύστημα μετάδοσης της κίνησης από τον κινητήρα προς το ραβδιστικό μηχανισμό. Η κεφαλή μπορεί να είναι τύπου παλμική (λανάρα) ή αχινός ή περιστροφική ή τύπου κούπε-πε. Η επιλογή της κεφαλής εξαρτάται από την ποικιλία της ελιάς, τον όγκο της παραγωγής και από τον ίδιο τον παραγωγό-συλλέκτη που ραβδίζει. Επιτυγχάνεται συγκομιδή περισσότερων δέντρων σε λιγότερο χρονικό διάστημα και με πολύ μικρότερο κόστος εργατικών.
(5) με δονητές κορμού – βραχιόνων με ή χωρίς ανάστροφη ομπρέλα (υποδοχέα καρπών)
(6) με μηχανές συγκομιδής που κινούνται πάνω από τα δένδρα στις υπέρπυκνες φυτεύσεις
Με τη χρήση μηχανικών μέσων συγκομιδής επιτυγχάνεται η συγκομιδή περισσότερων δέντρων σε λιγότερο χρονικό διάστημα και με τη χρήση λιγότερων εργατικών χεριών, συγκομίζονται ευκολότερα ψηλά δέντρα χωρίς να χρειάζονται σκάλες, αλλά χρειάζεται προσοχή έτσι ώστε να μην προκαλούνται τραυματισμοί στους καρπούς και υποβαθμίζεται η ποιότητά τους.
Ωστόσο, η τεχνική αυτή παρουσιάζει κάποια μειονεκτήματα όπως ότι ορισμένοι τύποι μηχανημάτων αποκόπτουν μαζί με τους καρπούς μέρος της βλάστησης και δημιουργούν πληγές στα δέντρα, δημιουργώντας εισόδους για παθογόνα.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ – ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ
Πολύ σημαντικό στάδιο της συγκομιδής είναι η συντήρηση και αποθήκευση των ελιών. Μετά τη συγκομιδή οι καρποί τοποθετούνται σε πλαστικά ή ξύλινα κιβώτια με τρύπες, τα οποία εξασφαλίζουν καλό αερισμό και αποφυγή υψηλών θερμοκρασιών. Ένα άλλο υλικό είναι οι σάκοι από νήματα που επίσης διευκολύνουν τον αερισμό και εμποδίζουν την ανάπτυξη μυκήτων.
Η χρήση πλαστικών σακιών απαγορεύεται διότι υποβαθμίζει την ποιότητα του ελαιολάδου που θα παραχθεί.
Ο χρόνος μεταφοράς στον τόπο επεξεργασίας (ελαιοτριβείο, εργοστάσιο επεξεργασίας) πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερος και όχι μεγαλύτερος από 48 ώρες.
Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία εξαγωγής του ελαιολάδου, ακολουθεί η μέτρηση της οξύτητας, ώστε ο παραγωγός, που τις περισσότερες φορές είναι παρών, να γνωρίζει την ποιότητα ελαιολάδου που παρήγαγε. Στη συνέχεια το παραχθέν ελαιόλαδο είτε το παίρνει ο ίδιος ο παραγωγός, είτε το κρατά έναντι αμοιβής ο ελαιοτριβέας σε μεγάλες ειδικές δεξαμενές προκειμένου να το προωθήσει χύμα στους εμπόρους ή να το εξάγει.